Η Ιστορία της Ελλάδας είναι χαμένη στα βάθη του χρόνου. Γνωρίζουμε σήμερα βάσει αρχαιολογικών ευρημάτων ότι μεγάλες περιοχές της Ελλάδας κατοικούνταν ήδη από την παλαιολιθική εποχή- χρονικό διάστημα το οποίο εκτείνεται από περίπου 2 εκατομμύρια μέχρι 12 χιλιάδες χρόνια από σήμερα. Απολιθωμένα κρανία, όπως αυτό που βρέθηκε στα Πετράλωνα Χαλκιδικής, αλλά και μυριάδες άλλα ευρήματα που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, μαρτυρούν μια πολιτισμική πρόοδο από τη Λίθινη Εποχή (Παλαιολιθική, Μεσολιθική, Νεολιθική) έως την Εποχή του Χαλκού, που στην περιοχή της Ελλάδας άρχισε περίπου το 3000 π.Χ.

Στην Ελλάδα κατά τη Νεολιθική Εποχή (6800 π.Χ. – 3200 π.Χ.) οργανώνονται στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο οικισμοί μόνιμου χαρακτήρα και μια συστηματική οικονομική δραστηριότητα με βάση τη γεωργία, την κτηνοτροφία, το πρώιμο εμπόριο με τη μορφή ανταλλαγής προϊόντων, αλλά και την κεραμική και την τέχνη. Ο αριθμός των καταγεγραμμένων νεολιθικών θέσεων- ο παλαιότερος εκ των οποίων χρονολογείται στο 6000 π.Χ.- φθάνει τις 1.000, με πιο γνωστούς το Σέσκλο και το Διμήνι στη Θεσσαλία, τη Λέρνα της Αργολίδας και φυσικά την Κνωσό της Κρήτης. Η εποχή του Χαλκού ήταν και η ιστορική μήτρα από την οποία ξεπήδησαν τρεις σπουδαίοι πολιτισμοί, ο Κυκλαδικός, ο Μινωικός και ο Μυκηναϊκός.

ΚΥΚΛΑΔΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. στον υδάτινο χώρο του Αιγαίου αναπτύχθηκε ο Κυκλαδικός πολιτισμός (νησιά των Κυκλάδων), ο οποίος αποτέλεσε πεδίο έρευνας του Έλληνα αρχαιολόγου Χρήστου Τσούντα. Εκτείνεται την περίοδο από το 3000 έως το 1100 π.Χ., με ιδιαίτερη ακμή κατά την πρώτη χιλιετία. Τα εντυπωσιακότερα ευρήματα αυτής της περιόδου είναι τα κυκλαδικά αγαλματίδια από παριανό μάρμαρα- οι περίφημες κυκλαδικές μαρμάρινες φιγούρες, γνωστές ως ειδώλια. Όπως και τα ειδώλια της Νεολιθικής Εποχής έτσι και αυτά απεικόνιζαν κυρίως τη μορφή της Μεγάλης Μητέρας, θεάς της ευφορίας, της γονιμότητας και της αιώνιας ζωής. Από την ίδια εποχή έχουν επίσης βρεθεί μία σειρά από εργαλεία, χρυσά κοσμήματα και κεραμικά που δίνουν σημαντικές πληροφορίες για τις καθημερινές δραστηριότητες των ανθρώπων της εποχής.

ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ίσως, ο πιο ιδιαίτερος, πολιτισμός που άνθησε την εποχή του Χαλκού στον ελλαδικό χώρο ήταν ο κρητικός, τον οποίο αργότερα ο αρχαιολόγος Άρθουρ Έβανς αποκάλεσε Μινωικό πολιτισμό (3000 π.Χ.- 1100 π.Χ.) από τον τότε μυθικό νομοθέτη και ηγεμόνα της Κνωσού, Μίνωα.

Εκτός από υψηλή τέχνη και σφριγηλή οικονομική δραστηριότητα, οι Μινωίτες είχαν επινοήσει και ένα σύστημα γραφής που ονομάστηκε Γραμμική Α΄, λόγω του ότι αποτελούνταν από γραμμικά σύμβολα. Ο Δίσκος της Φαιστού, το αρχαιότερο γραπτό μνημείο της Μινωικής Κρήτης που βρέθηκε το 1908 μ.Χ. στα ανάκτορα της Φαιστού, αναπαριστά αυτό το σύστημα γραφής το οποίο, όπως και τα αρχαιότερα ιερογλυφικά, δεν έχει αποκωδικοποιηθεί ακόμη. Ωστόσο, οι μελετητές συγκλίνουν στο ότι η γραφή χρησιμοποιούνταν για την αρχειοθέτηση συναλλαγών εμπορικού τύπου και την καταγραφή χώρων και αντικειμένων και όχι για αφηρημένες έννοιες. Εκτός από τη γραφή, η Κρήτη ήταν η πρώτη περιοχή στην Ευρώπη όπου εμφανίστηκαν μορφές συστηματικής διαχείρισης της γνώσης, δηλαδή εφαρμογές των θετικών επιστημών όπως τα μετρικά συστήματα, τα μαθηματικά και η γεωμετρία, των οποίων την άριστη γνώση οι Μινωίτες απέδειξαν με τα περίφημα αρχιτεκτονήματά τους, τα ανάκτορα, στα κέντρα της Κνωσού, της Φαιστού, της Ζάκρου και των Μαλίων.

Η βίαιη έκρηξη του ηφαιστείου της γειτονικής Θήρας στα τέλη του 16ου αιώνα π.Χ., προκάλεσε μεγάλες καταστροφές και στην Κρήτη, πλήττοντας τα Μινωικά ανάκτορα, καταστρέφοντας ολόκληρες πόλεις και αφανίζοντας τις καλλιέργειες. Οι κρητικές κοινότητες συνήλθαν σε σύντομο χρόνο, αλλά η φάση της αναγέννησης διακόπηκε απότομα γύρω στα 1450 π.Χ. από το δεύτερο κύμα καταστροφών που προκάλεσε ένα νέος «κατακλυσμιαίος» σεισμός.

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΠΡΩΙΜΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Η εξαφάνιση του Μινωικού πολιτισμού συνέπεσε με την άνοδο του δεύτερου μεγάλου πολιτισμού της ελλαδικής ενδοχώρας, του Μυκηναϊκού πολιτισμού (1900- 1100 π.Χ.), που έφθασε στην ακμή του κυρίως μεταξύ του 1500 και του 1200 π.Χ. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός πήρε το όνομά του από την αρχαία πόλη των Μυκηνών, το ισχυρότερο βασίλειο του πολιτισμού αυτού, όπου ο Γερμανός αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν έκανε τις μεγάλες ανακαλύψεις του το 1876.

Η επίδραση του Μινωικού πολιτισμού στην ελληνική ηπειρωτική χώρα ήταν καθοριστική και μετασχημάτισε τον ελλαδικό πολιτισμό σε Μυκηναϊκό πολιτισμό. Σε αντίθεση με τον ειρηνικό και ανοχύρωτο Μινωικό πολιτισμό, οι Μυκηναίοι ανέπτυξαν ένα συγκεντρωτικό και ιεραρχικό σύστημα εξουσίας και έδωσαν μεγάλη σημασία στα αμυντικά συστήματα οργάνωσης, όπως μαρτυρούν οι οχυρώσεις και τα πολλά όπλα που βρέθηκαν στους τόπους των μυκηναϊκών πόλεων.

Σημαντικό κληροδότημα στον αρχαίο Ελληνισμό ήταν η μυκηναϊκή ποίηση, πραγματικά κειμήλια προφορικού ποιητικού λόγου, τα οποία ωστόσο δεν τυποποιήθηκαν έως την εποχή που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύνθεση των δύο αρχαιοελληνικών αριστουργημάτων, της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Σήμερα εικάζεται ότι τα ομηρικά έπη και τα γεγονότα που αυτά περιγράφουν, δεν είναι παρά οι αναμνήσεις του μυκηναϊκού παρελθόντος, που διασώθηκαν μέσω της ισχυρής προφορικής παράδοσης. Παράλληλα με τα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά επιτεύγματα, ο Μυκηναϊκός πολιτισμός δημιούργησε και μεγαλόπνοα έργα συλλογικού χαρακτήρα, όπως το οδικό δίκτυο και μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα.

Και στο επίπεδο της γλώσσας όμως η συνεισφορά τους ήταν μεγάλη, καθώς επινόησαν μια νέα συλλαβική γραφή, γνωστή ως Γραμμική Β΄, η οποία αποτελούσε εξέλιξη της παλαιότερης μινωικής γραφής. Τα μυκηναϊκά κείμενα, παρ΄ ότι περιείχαν μόνο καταγραφές αγαθών και αρχειοθετήσεις, αποτελούν ιστορικές μαρτυρίες που συμπληρώνουν την εικόνα που μας δίνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα.

Οι μαρτυρίες για την τελική κατάρρευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού στα 1200 π.Χ. είναι πενιχρές. Ωστόσο, σύμφωνα με την αρχαιοελληνική παράδοση, οι Μυκηναίοι προκάλεσαν οι ίδιοι την καταστροφή γιατί ενεπλάκησαν σε εξωτερικές περιπέτειες και εσωτερικές διαμάχες, δημιουργώντας έτσι ένα κενό που καλύφθηκε αργότερα από τους νέους εισβολείς, τους ελληνόφωνους Δωριείς, που κατέκλυσαν τις μυκηναϊκές περιοχές κατεβαίνοντας από τον Βορρά, και από τις δυο πλευρές της Πίνδου. Η περίοδος των αιώνων που ακολούθησαν την κάθοδο των Δωριέων και την κατάρρευση του Μυκηναϊκού κόσμου (1100 π.Χ. – 900 π.Χ.) ονομάζεται των Σκοτεινών Χρόνων, επειδή είναι μια περίοδος για την οποία ελάχιστα γνωρίζουμε. Παρά την έλλειψη επαρκών γραπτών μαρτυριών που θα μας επέτρεπαν να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για την περίοδο αυτή, βέβαιο είναι ότι τα χρόνια αυτά προετοίμασαν το έδαφος για τη μετάβαση της Ελλάδας στον Γεωμετρικό πολιτισμό που αναδύθηκε από την Ελλάδα των Σκοτεινών χρόνων. Ήδη τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης άρχισαν να διαφαίνονται από τα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ., όταν οι εμπορικές σχέσεις με την Ανατολή, που είχαν διακοπεί μετά την παρακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού, άρχισαν σταδιακά να αποκαθίστανται. Η περίοδος που ακολούθησε – από το 900 έως το 700 π.Χ. περίπου- ονομάζεται συμβατικά Γεωμετρική, από τον γεωμετρικό ρυθμό κεραμικής που αναπτύχθηκε αρχικά στην Αθήνα και στη συνέχεια διαδόθηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα.

1000 π.Χ. Έναρξη του Α΄ Ελληνικού Αποικισμού.

Τέλη 9ου- αρχές 8ου αι. π.Χ. Γέννηση Ομήρου, κατά τον Ηρόδοτο.

Μέσα 8ου αι. π.Χ. Έναρξη Β΄ Αποικισμού.

776 π.Χ. Αρχή του καταλόγου των Ολυμπιονικών.

740- 720 π.Χ. Α΄ Μεσσηνιακός πόλεμος Στον κυρίως ελλαδικό χώρο η πίεση των Δωριέων και των άλλων ομάδων που μετακινήθηκαν στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας, η γενική στενότητα χώρου, η κλειστή γεωργοκτηνοτροφική οικονομία που επικράτησε και δεν άφηνε περιθώρια για ανάπτυξη, ήταν τα αίτια που υποχρέωσαν μεγάλες ομάδες Ελλήνων να μεταναστεύσουν προς την Ανατολή, στα νησιά του Αιγαίου και τις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας. Τον 10ο αιώνα π.Χ. η μετανάστευση αυτή έλαβε τον χαρακτήρα εκτεταμένου αποικισμού, που ονομάστηκε Α΄ Ελληνικός Αποικισμός. Οι μεγάλες φυλετικές ομάδες που μετακινήθηκαν ήταν οι ακόλουθες:

1. Οι Αιολείς: Ξεκινώντας κυρίως από τις περιοχές της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας, αποίκισαν αρχικά τα νησιά Λέσβο και Τένεδο. Στη συνέχεια ίδρυσαν αποικίες στο βόρειο τμήμα της μικρασιατικής παραλίας, από την Τρωάδα μέχρι τον κόλπο της Σμύρνης. Ολόκληρη αυτή η περιοχή της Μικράς Ασίας ονομάστηκε Αιολίδα.

2. Οι Ίωνες: Με αφετηρία κυρίως την Αττική, την Εύβοια και τη Βορειοανατολική Πελοπόννησο (Αργολίδα- Κορινθία), οι Ίωνες αποίκισαν τη Χίο, τη Σάμο και το κεντρικό τμήμα των παραλίων της Μικράς Ασίας. Στις νέες τους πατρίδες οι Ίωνες διατήρησαν τη φυλετική ενότητα. Κέντρο της ενότητας ήταν ο ναός του Ποσειδώνα στο ακρωτήριο της Μυκάλης, όπου κάθε χρόνο συγκεντρώνονταν για να γιορτάσουν μαζί τα Πανιώνια, τη θρησκευτική γιορτή των Ιώνων. Η περιοχή όπου εγκαταστάθηκαν οι Ίωνες ονομάστηκε Ιωνία. Επειδή όμως οι ιωνικές πόλεις αναπτύχθηκαν περισσότερο και απέκτησαν ηγετική θέση ανάμεσα στις άλλες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, με τον όρο Ιωνία εννοούσαν αργότερα ολόκληρη τη δυτική παραλία της Μικράς Ασίας, που είχε αποικιστεί από τους Έλληνες.

3. Οι Δωριείς: Οι Δωριείς, κυρίως οι πρώτοι που εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο, ακολούθησαν το γενικό μεταναστευτικό ρεύμα. Αποίκισαν αρχικά τα νησιά Μήλο, Θήρα, Κρήτη, Ρόδο και Κω και στη συνέχεια το νότιο τμήμα των ακτών της Μικράς Ασίας. Φυλετικό κέντρο των Δωριέων της Μικράς Ασίας έγινε ο ναός του Απόλλωνα, στο ακρωτήριο Τριόπιο.

Οι πρώτοι Έλληνες άποικοι που εγκαταστάθηκαν στις μικρασιατικές ακτές ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια της εύφορης γης. Έτσι, στην αρχή οι αποικίες είχαν γεωργικό χαρακτήρα. Οι περισσότερες όμως είχαν ιδρυθεί σε θέσεις που ευνοούσαν την ανάπτυξη του εμπορίου γιατί μέχρι εκεί έφταναν, μέσα από τις κοιλάδες των ποταμών, οι εμπορικοί δρόμοι από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Αυτό έγινε αιτία να εξελιχθούν οι περισσότερες πόλεις, ιδιαίτερα οι ιωνικές, σε σημαντικά εμπορικά κέντρα.

Παράλληλα, πρώτες αυτές από όλες τις ελληνικές πόλεις αναπτύχθηκαν πολιτιστικά. Στην πολιτιστική τους ανάπτυξη σημαντικό ρόλο έπαιξε και η επικοινωνία τους με τους προηγμένους λαούς της Ανατολής. Πηγή:

Λάμπρου Τσακτσίρα- Μιχάλη Τιβέριου, Ιστορία των Αρχαίων Χρόνων έως το 30 π.Χ., ΟΕΔΒ, Αθήνα 2005 ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ (750-550π.Χ.)

Κατά την εποχή αυτή σημειώνεται και ισχυρή μεταναστευτική κίνηση, από την κυρίως Ελλάδα και από τις μικρασιατικές πόλεις, προς όλες τις κατευθύνσεις της Μεσογείου. Ιδρύονται αποικίες στα παράλια του Ελλήσποντου και του Εύξεινου Πόντου (Άβυδος, Λάμψακος, Κύζικος, Σινώπη, Τραπεζούντα, Ολβία, Ίστρος, Οδησσός, Ταναΐς, Φάσις κ.λπ.), στις εκβολές του Νείλου (Ναύκρατη), στην Ισπανία (Μασσαλία, Μαινάκη), στην Κορσική (Αλαλία), στην Κάτω Ιταλία (Ελέα, Κύμη, Ρήγιο, Γέλα, Ακράγας, Τάρας κ.λπ.), στη Σικελία (Ζάγκλη, Νάξος, Συρακούσες κ.λπ.), στη Β. Αφρική (Κυρήνη, Βάρκα) κ.λπ.

Τα αίτια της τεράστιας αυτής μετακίνησης ήταν κυρίως οικονομικά, όπως ανάγκη για την προμήθεια πρώτων υλών, ειδών διατροφής, αναζήτηση νέων εμπορικών δρόμων κ.λπ. Άλλα αίτια ήταν ο υπερπληθυσμός, οι πολιτικές ανωμαλίες και η συνείδηση υπεροχής έναντι των βαρβάρων.

Τα αποτελέσματα του αποικισμού αυτού ήταν λαμπρά. Οι άποικοι κερδίζουν γρήγορα χρήματα, χτίζουν ωραίες πόλεις, δημιουργούν νέους όρους κοινωνικής και πολιτικής ζωής και αναπτύσσουν σημαντικό πνευματικό και καλλιτεχνικό πολιτισμό. Το κέντρο βάρους του ελληνικού πολιτισμού μετατοπίστηκε τώρα και στη Ν. Ιταλία και Σικελία, που για το πλήθος των αποικιών τους ονομάστηκαν «Μεγάλη Ελλάς».

Πηγή:

ΕΠΙΤΟΜΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΡΟΣΩΠΑ- ΓΕΓΟΝΟΤΑΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ- ΧΑΡΤΕΣ- ΣΥΝΘΗΚΕΣ, Έκδοση: ΤΟ ΒΗΜΑ, 2004. Επιμέλεια: Βαγγέλης Δρακόπουλος- Γεωργία Ευθυμίου ΑΡΧΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Εποχή θεμελιωδών αλλαγών. Μερικές από τις σημαντικότερες μεταβολές στις κοινωνικές και πολιτειακές δομές αφορούν στη διαμόρφωση της πόλης- κράτους, στην εγκατάλειψη της βασιλείας και την επώαση της δημοκρατίας καθώς και στην σύνταξη των πρώτων καταγεγραμμένων νόμων στην ιστορία από τον Δράκοντα το 621 π.Χ. Αρχίζουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες ενώ στο τέλος της περιόδου κόβονται τα πρώτα νομίσματα στην Αίγινα. Η προσθήκη φωνηέντων στο φοινικικό αλφάβητο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία και την ευρεία διάδοση της ελληνικής γραφής, σε συνδυασμό με τις έντονες κοινωνικές και πολιτειακές μεταβολές, συνετέλεσαν στην άνθηση του αρχαϊκού πολιτισμού. Η αρχαϊκή γραμματεία και ποίηση καθρεφτίζει τις νέες κοσμοθεωρίες, από την ανάπτυξη της λυρικής ποίησης- κατ΄ εξοχήν εκφραστού του υποκειμενικού και των προσωπικών βιωμάτων – έως και τη γέννηση της ιωνικής φιλοσοφίας. Ο Ησίοδος με τη «Θεογονία» του διαδέχεται τους ομηρικούς χρόνους ενώ στα τέλη της περιόδου εμφανίζεται η δραματική ποίηση, που φθάνει στη μέγιστη ακμή της κατά τη διάρκεια της κλασικής περιόδου.

Στον χώρο των τεχνών η στερεότυπη γεωμετρική φόρμα εγκαταλείπεται ενώ η επιρροή από την Ανατολή είναι διάχυτη. Η τέχνη της συγκεκριμένης περιόδου ονομάζεται «ανατολίζουσα» και προηγείται των γλυπτών δημιουργημάτων του 6ου π.Χ. αι. που αποτέλεσαν σύμβολα της αρχαϊκής τέχνης, των κούρων και κορών. Πρόκειται για λίθινα και σπανιότερα χάλκινα αγάλματα, ταφικά ή αναθηματικά που μαρτυρούν τη στροφή της ανθρώπινης σκέψης στην ατομικότητα και- κατ΄ επέκταση- στην ανθρωπόμορφη δημιουργία.

Στην αρχιτεκτονική, εισάγεται ο δωρικός και ο ιωνικός ρυθμός στα ναϊκά οικοδομήματα ενώ στην κεραμική, την ανατολίζουσα περίοδο διαδέχεται η εμφάνιση του μελανόμορφου αρχικά, και ερυθρόμορφου στη συνέχεια ρυθμού.

Το τέλος της Αρχαϊκής Περιόδου σηματοδοτεί η περσική εισβολή στην Ελλάδα στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα.

ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

Η πρώτη εκστρατεία των Περσών στην Ελλάδα έγινε το 492 π.Χ. με αρχηγό τον γαμπρό του Δαρείου, Μαρδόνιο. Ο στρατός όμως αυτού έπαθε φοβερά δυστυχήματα στη Θράκη και ο στόλος του, ενώ περνούσε το ακρωτήριο του Άθω, έπεσε σε τρικυμία και έχασε 300 πλοία. Εξαιτίας της ζημίας αυτής ο Μαρδόνιος αναγκάστηκε να γυρίσει στην Ασία άπρακτος.

Η Β΄ Περσική εκστρατεία έγινε από τη θάλασσα το 490 π.Χ. Αρχηγοί του νέου στρατού και στόλου ήταν ο Δάτης και ο Αρταφέρνης. Αυτοί, αφού κυρίευσαν την Ερέτρια της Εύβοιας, έπλευσαν στην Αττική και αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα. Μπροστά στους πολύ περισσότερους Πέρσες αντιπαρατάχτηκαν 10.000

Αθηναίοι και 1.000 Πλαταιείς με αρχηγό τον Αθηναίο στρατηγό Μιλτιάδη. Τόση ήταν η ορμή των Ελλήνων, ώστε κατόρθωσαν να συντρίψουν τον περσικό στρατό και να τον απωθήσουν στα πλοία. Στο πεδίο της μάχης μετρήθηκαν πάνω από 6.000 νεκροί Πέρσες και μόνο 192 Αθηναίοι.

Η Γ΄ Περσική εκστρατεία έγινε μετά τον θάνατο του Δαρείου (480) από τον γιο του Ξέρξη. Αυτός ξεκίνησε με μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Πέρασε τον Ελλήσποντο και κατευθυνόταν προς την Κεντρική Ελλάδα, ενώ ο στόλος τον ακολουθούσε παραπλέοντας τα ελληνικά παράλια. Ο κίνδυνος για τους Έλληνες ήταν πολύ μεγάλος, γι΄ αυτό οι Σπαρτιάτες και οι Αθηναίοι κάλεσαν πανελλήνιο συνέδριο στον Ισθμό, το οποίο αποφάσισε να οργανώσει κοινή άμυνα.

Η Σπάρτη έστειλε έναν από τους βασιλείς της, τον Λεωνίδα, με μικρό στράτευμα να φυλάξει τις Θερμοπύλες. Στην τελική φάση του αγώνα ο Λεωνίδας κράτησε μόνο 300 Σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείς που θυσιάστηκαν όλοι στο πεδίο της τιμής. Η θρυλική αυτή θυσία εμψύχωσε τους Έλληνες και ενίσχυσε το φρόνημά τους και την απόφασή τους να αγωνιστούν «μέχρις εσχάτων».

Οι Αθηναίοι, από την άλλη, εξόπλισαν μόνοι τους 127 τριήρεις, οι οποίες, μαζί με 144 πλοία των άλλων πόλεων, κατευθύνθηκαν προς το ακρωτήριο της Εύβοιας Αρτεμίσιο και εμπόδισαν τον περσικό στόλο να ενισχύσει τον Ξέρξη στις Θερμοπύλες. Μετά τη θυσία του Λεωνίδα και των στρατιωτών του, τα ελληνικά πλοία έφυγαν και συγκεντρώθηκαν στη Σαλαμίνα, ενώ ο Ξέρξης προχώρησε με τον στρατό του μέχρι την Αττική και κατέστρεψε την Αθήνα, όπου ελάχιστοι κάτοικοι είχαν παραμείνει. Οι υπόλοιποι είχαν καταφύγει στη Σαλαμίνα. Συγχρόνως είχε φτάσει και ο περσικός στόλος στον Φαληρικό Όρμο και διατάχτηκε από τον Ξέρξη να καταστρέψει τα ελληνικά πλοία. Επακολούθησε η περίφημη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.), η οποία έληξε με νίκη των Ελλήνων και καταστροφή των Περσών. Ο ίδιος ο Ξέρξης επέστρεψε στην Περσία, αφήνοντας στην Ελλάδα τον στρατηγό Μαρδόνιο με μεγάλη στρατιωτική δύναμη για να συνεχίσει τον πόλεμο. Εναντίον τους εκστράτευσε ο βασιλιάς της Σπάρτης Παυσανίας και στη μάχη των Πλαταιών (479) νίκησε τους Πέρσες. Την ίδια μέρα και ο ελληνικός στόλος νίκησε τον περσικό απέναντι από τη Σάμο, κοντά στο ακρωτήριο της Μυκάλης. Έτσι ολοκληρώθηκε ο θρίαμβος.

Πηγή:

ΕΠΙΤΟΜΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΡΟΣΩΠΑ- ΓΕΓΟΝΟΤΑΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ- ΧΑΡΤΕΣ- ΣΥΝΘΗΚΕΣ, Έκδοση: ΤΟ ΒΗΜΑ, 2004. Επιμέλεια: Βαγγέλης Δρακόπουλος- Γεωργία Ευθυμίου ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Η κλασική εποχή στην Ελλάδα, που εκτείνεται χρονικά από τις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα έως τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το 323 π.Χ., οδήγησε στο απόγειο της ακμής τους τις τέχνες, τα γράμματα και τη φιλοσοφία.

Ο όρος «κλασικό» ταυτίστηκε με την τελειότητα και τη διαχρονικότητα. Είναι η περίοδος της αρχιτεκτονικής, που, σύμφωνα με το οικοδομικό πρόγραμμα του Περικλή, οικοδομείται η Ακρόπολη, ο Παρθενώνας, τα Προπύλαια, το Ερέχθειο.

Η γέννηση του δημοκρατικού πολιτεύματος συντελέστηκε στην Αθήνα και έδωσε δικαίωμα ψήφου και ελεύθερης έκφρασης στους ελεύθερους Αθηναίους πολίτες άνω των 30 ετών. Η ανοιχτή δημοκρατική Αθήνα επέτρεψε την εξέλιξη της φιλοσοφίας με εκπροσώπους της τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, καθώς και της δραματικής τέχνης με κορυφαίους τραγωδούς τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη καυτηρίασαν με κυνικό τρόπο τα μειονεκτήματα της αθηναϊκής δημοκρατίας, ενώ στη διάρκεια της περιόδου δύο μεγάλοι «πατέρες της ιστορίας», ο Ηρόδοτος (συνέγραψε τους περσικούς πολέμους) και ο Θουκυδίδης (Πελοποννησιακός πόλεμος) κάνουν την εμφάνισή τους.

Στον αντίποδα της Αθήνας, η δεύτερη ισχυρή πόλη στον ελλαδικό χώρο ήταν η ολιγαρχική και συντηρητική Σπάρτη. Οι ηγεμονικές διαθέσεις των δύο πόλεων συνετέλεσαν στο ξέσπασμα του Πελοποννησιακού πολέμου το 431 π.Χ., με τρομακτικές απώλειες σε αμφότερες τις παρατάξεις, ο οποίος οδήγησε σε αποδυνάμωση της Αθήνας.

Συγχρόνως, η ανόδος του Φιλίππου Β΄ στο βασίλειο της Μακεδονίας το 359 π.Χ. σηματοδότησε την απαρχή μιας νέας ηγεμονίας στον ελλαδικό χώρο. Μετά τη δολοφονία του Φιλίππου το 336 μ.Χ., ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ένας από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς ηγέτες της παγκόσμιας ιστορίας, αναλαμβάνει την εξουσία και επεκτείνει με τις δεκαετείς κατακτήσεις του τα ελληνικά σύνορα έως την Ινδία και την Αίγυπτο.

Το τέλος της κλασικής περιόδου επέρχεται με τον θάνατο του Αλεξάνδρου, το 323 π.Χ.

«ΧΡΥΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ»

Το 478 π.Χ. ιδρύθηκε η ναυτική συμμαχία της Δήλου, στην οποία οι πόλεις- μέλη ήταν τυπικά ισότιμες, ουσιαστικά όμως όλο και περισσότερο υποτάσσονταν στους Αθηναίους. Κατά την περίοδο 478-431 π.Χ. η Αθήνα, κάτω από τη δυναμική ηγεσία του Αριστείδη, του Κίμωνα και κυρίως του Περικλή (443-429), γνώρισε τον «χρυσό αιώνα» της ιστορίας της, έγινε το πρώτο πολιτικό και εκπολιτιστικό κέντρο της αρχαίας Ελλάδας και το ισχυρότερο ναυτικό κράτος. Ανέδειξε ακόμα το αρχαίο δημοκρατικό καθεστώς με την οριστική διαμόρφωση των νέων θεσμών, δηλ. της Βουλής, της Εκκλησίας του Δήμου και της Ηλιαίας.

Πηγή:

ΕΠΙΤΟΜΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΠΡΟΣΩΠΑ- ΓΕΓΟΝΟΤΑΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ- ΧΑΡΤΕΣ- ΣΥΝΘΗΚΕΣ, Έκδοση: ΤΟ ΒΗΜΑ, 2004. Επιμέλεια: Βαγγέλης Δρακόπουλος- Γεωργία Ευθυμίου ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (431- 404 π.Χ.)

Κύρια αιτία του Πελοποννησιακού πολέμου ήταν ο ανταγωνισμός Αθήνας και Σπάρτης για την ηγεμονία στον ελληνικό χώρο. Ο πόλεμος που ακολούθησε διήρκεσε 27 χρόνια και υπήρξε ο σκληρότερος πόλεμος της ελληνικής ιστορίας.

Οι πολεμικές επιχειρήσεις διαιρούνται σε τρεις περιόδους:

Ϊ Η πρώτη (431- 421 π.Χ.) ονομάζεται Αρχιδάμειος πόλεμος από το όνομα του βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμου. Τελειώνει με τη Νικίειο ειρήνη.

Ϊ Η δεύτερη (415- 413 π.Χ.) χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία, που κατέληξε στην καταστροφή τους.

Ϊ Η Τρίτη (413- 404) ονομάζεται Δεκελεικός- Ιωνικός πόλεμος. Δεκελεικός από το φρούριο της Αττικής Δεκέλεια, το οποίο κατέλαβαν οι Σπαρτιάτες και το χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο, και Ιωνικός γιατί οι σημαντικότερες επιχειρήσεις έγιναν στα παράλια της Ιωνίας. Τελειώνει με την υποταγή της Αθήνας.

ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (336-323)

Τον Φίλιππο διαδέχθηκε ο γιος του Αλέξανδρος, ο οποίος σε πανελλήνιο συνέδριο που συγκάλεσε στην Κόρινθο, ανακηρύχθηκε στρατηγός αυτοκράτορας.

Το 334 π.Χ. με 30.000 πεζούς και 5.000 ιππείς πέρασε στην Ασία, αφήνοντας τη διοίκηση της Ελλάδας στο στρατηγό του Αντίπατρο. Η πρώτη νικηφόρα σύγκρουσή του με τους Πέρσες έγινε στο Γρανικό ποταμό (334 π.Χ.). Το 333 π.Χ. νίκησε και πάλι στην Ισσό τις τεράστιες δυνάμεις του Δαρείου, ο οποίος πέρασε τον Ευφράτη για να σωθεί. Σε μία νέα εξόρμηση ο Αλέξανδρος κυρίευσε τη Φοινίκη, την Παλαιστίνη, την Κύπρο και την Αίγυπτο (332 π.Χ.). Οι Αιγύπτιοι τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό και οι ιερείς τους τον θεοποίησαν. Μετά επισκέφθηκε το ιερό του Άμμωνα Δία στη Λιβυκή έρημο του Σίβα, θεμελίωσε την Αλεξάνδρεια και, αφού έμεινε πέντε μήνες στην Αίγυπτο, επέστρεψε στην Τύρο (331 π.Χ.), για να συνεχίσει από εκεί την εκστρατεία του.

Η συντριβή του Δαρείου έγινε στα Γαυγάμηλα (331 π.Χ.). Η μεγάλη στρατιά του Δαρείου διαλύθηκε και ο ίδιος δραπέτευσε από τη μάχη κατευθυνόμενος στα Εκβάτανα. Ο Αλέξανδρος τότε κινήθηκε προς τη Βαβυλώνα, την κατέλαβε και δήμευσε τους θησαυρούς του Δαρείου. Το ίδιο έκανε ύστερα από έναν μήνα στα Σούσα. Μετά κατέλαβε τις δύο ιερές πόλεις των Περσών, τις Πασαργάδες και την Περσέπολη, όπου βρίσκονταν τα ανάκτορα της περσικής δυναστείας.

Το 327 π.Χ., μετά την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας, ο Αλέξανδρος εξεστράτευσε για την κατάκτηση της Ινδικής Χερσονήσου. Πέρασε τον Ινδό ποταμό, νίκησε το βασιλιά Πώρο στον Υδάσπη ποταμό, διέσχισε την πεδιάδα των 5 ποταμών και έφτασε στον τελευταίο, τον Ύφαση, όπου οι Μακεδόνες αρνήθηκαν να συνεχίσουν την εκστρατεία και ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Το 324 π.Χ. εξεστράτευσε εναντίον των ορεινών Κισσαίων, τους οποίους νίκησε και έπειτα επέστρεψε στη Βαβυλώνα, όπου άρχισε να ετοιμάζει μεγάλη ναυτική εκστρατεία. Ξαφνικά όμως αρρώστησε από δυνατό πυρετό και ύστερα από 11 ημέρες, τον Ιούνιο του 323 π.Χ., πέθανε, σε ηλικία 33 χρόνων.

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το 323 π.Χ., ακο λούθησαν εικοσαετείς διαμάχες μεταξύ των διαδόχων του για την κατάληψη της εξουσίας, οι οποίες τερματίστηκαν με την μάχη στην Ιψό, το 301 π.Χ., και τον σχηματισμό τεσσάρων βασιλείων, εκ των οποίων τα σπουδαιότερα ήταν των Σελευκιδών στην Ασία και των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο. Η ελληνιστική ή αλεξανδρινή κοινή καθιερώνεται αυτήν την περίοδο ως η επίσημη γλώσσα των περιοχών της Ανατολικής Μεσογείου και διατηρείται έως τον 6ο μ.Χ. αιώνα.

Σε κοινωνικό επίπεδο, ο θεσμός της πόλης- κράτους υποχωρεί και αντικαθίσταται από μοναρχιακές διακυβερνήσεις. Στη διάρκεια του 2ου π.Χ. αιώνα η ρωμαϊκή επιρροή στην Ανατολική Μεσόγειο αυξάνεται και η καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους, το 146 π.Χ., σηματοδοτεί για τον ελληνικό χώρο τη μετάβαση στη ρωμαϊκή περίοδο.

ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Η συμβολική αφετηρία της ρωμαϊκής εξουσίας στην Ελλάδα τοποθετείται το 146 π.Χ., ύστερα από την καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους. Στα τέλη της 1ης χιλιετίας π.Χ. και στις αρχές της 1ης χιλιετίας μ. Χ. η Ρώμη κυριάρχησε πολιτικά στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που εκτεινόταν σε 3 ηπείρους- Ευρώπη, Αφρική, Ασία- ήταν ένα πολύμορφο μωσαϊκό παραδόσεων, κοσμοθεωριών, δομών και πεποιθήσεων, όπου όλα λειτουργούσαν υπό το διοικητικό σύστημα οργάνωσης της Ρώμης. Ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε από τις ζυμώσεις και αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών των πηγών πολιτισμού θεμελιωνόταν στα διπλά θεμέλια της Ελλάδας και της Ρώμης, γι΄ αυτό και ονομάζεται ελληνορωμαϊκός πολιτισμός.

Πηγή:

Βρανόπουλος Ε.Π., Ιστορία των αρχαίων χρόνων, Α΄ Λυκείου, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1979 Εκπαιδευτική Πύλη Υπ.Ε.Π.Θ. www.e-yliko.gr ΕΠΙΤΟΜΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ- ΠΡΟΣΩΠΑ- ΓΕΓΟΝΟΤΑΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ- ΧΑΡΤΕΣ- ΣΥΝΘΗΚΕΣ- Έκδοση: ΤΟ ΒΗΜΑ, 2004. Επιμέλεια: Βαγγέλης Δρακόπουλος- Γεωργία Ευθυμίου Η Ελλάδα και ο Ελληνιστικός Κόσμος, Αθήνα, Νεφέλη 1996 Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (από την Κρητομυκηναϊκή εποχή ώς το τέλος των Κλασικών Χρόνων), ΜΙΕΤ 1999 Ιστορία του ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού Μαστραπάς Α., Ιστορία του αρχαίου κόσμου, Α΄ Λυκείου, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 2005 Σαρικάκη Θεόδωρου, Ρωμαϊκή Ιστορία από κτίσεως της Ρώμης μέχρι του Αυγούστου (753- 31 π.Χ.), Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Θεσσαλονίκη 1979 Τσακτσίρας Λ.- Τιβέριος Μ., Ιστορία των αρχαίων χρόνων ώς το 30 π.Χ., Α΄ Γυμνασίου, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 2005 Υπουργείο Πολιτισμού, Ιστορία της Ελλάδας Υπουργείο Εξωτερικών, Ιστορία της Ελλάδας ΥΠΕΠΘ, Ιστορία του Μεσαιωνικού και του Νεότερου Κόσμου 565-1815, Β΄ Λυκείου, ΟΕΒΔ, Αθήνα 2007 Wilcken Ulrich, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Παπαζήση, Αθήνα 1976 C. Μackay, Αρχαία Ρώμη. Στρατιωτική και Πολιτική Ιστορία (μετάφραση Δ. Ζάννη, επιμέλεια Ι. Ξυδόπουλος), Αθήνα 2007.

Μ. Rostovtzeff, Ρωμαϊκή Ιστορία (μτφρ. Β. Κάλφογλου, επιμ. Ι. Τουλουμάκος), Αθήνα 1984.

http://www. greekhistory. gr/ Μediainfo2004.gr Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Ο χαρακτηρισμός της Αυτοκρατορίας ως Βυζαντινή είναι δημιούργημα των νεώτερων χρόνων. Ουδέποτε οι Βυζαντινοί ονόμασαν έτσι το κράτος τους και οι όροι Βυζάντιο, Βυζαντινός κ.τ.λ. είχαν πολύ περιορισμένη σημασία, υποδηλώνοντας την Κωνσταντινούπολη και τους κατοίκους της, μιας και το Βυζάντιο ήταν το αρχαιότερο όνομα της πόλης, στον χώρο της οποίας ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη.

Η δημιουργία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έγκειται στην ίδρυση της Κωνσταντινούπολης το 324 μ.Χ. από τον Κωνσταντίνο τον Μέγα ή στην ανακήρυξη της πόλης σε πρωτεύουσα στις 11 Μαΐου του 330 μ.Χ.

Η γεωπολιτική θέση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ Ευρώπης και Ασίας επέδρασε σημαντικά στην ιστορική της εξέλιξη. Πρόκειται για μία γεωγραφικά ετερόκλητη αυτοκρατορία, η οποία περιελάμβανε τη Βαλκανική Χερσόνησο και τη Μικρά Ασία μέχρι τον Ευφράτη. Η Μεσόγειος και ο Εύξεινος Πόντος αποτελούσαν τους συνδετικούς κρίκους των περιοχών αυτών. Με τον Ιουστινιανό αρχίζει η «Χρυσή Εποχή» της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια της θητείας του συντάχθηκαν νόμοι για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, γεγονός που βοήθησε την ελληνική να γίνει η επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας.

Κατά τα μέσα του 6ου αι. απέκτησε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία τη μεγαλύτερη εξάπλωσή της, όταν ο Ιουστινιανός κατάφερε λόγω των επιτυχιών του στους πολέμους κατά των Γότθων και Βανδάλων να επεκτείνει τα σύνορα της αυτοκρατορίας μέχρι τη βορειοαφρικανική ακτή, Ιταλία, Σαρδηνία, Κορσική και τη Νότια Ισπανία (βραχύβια επανένωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας). Ο Ηράκλειος (610-640 μ.Χ.), συνέδεσε το όνομά του με σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες και με την προστασία των συνόρων και της αυτοκρατορίας από τις επιθέσεις των Σασανιδών και των Αβάρων.

Τον 8ο αι. έκανε την εμφάνισή του στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας η εικονομαχία, διαμάχη για τη λατρεία θρησκευτικών εικόνων. Η διαμαχή έθεσε την αυτοκρατορία σε σοβαρό κίνδυνο, ωστόσο παραμερίστηκε με τις αποφάσεις της οικουμενικής συνόδου του 787 μ.Χ. (επαναφορά της λατρείας των εικόνων).

Το 800 μ.Χ. σφραγίστηκε και πρακτικά ο διαχωρισμός Ανατολής- Δύσης με τη στέψη του Καρόλου του Μεγάλου.

Από τον 11ο αι. σημαντικές μεταβολές επιδρούν στο εσωτερικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η οικονομική και κοινωνική αναδιάρθρωση της αυτοκρατορίας, η εμφάνιση νέων λαών στα ανατολικά και βόρεια σύνορά της και τελικά οι σταυροφορίες, επιτάχυναν τη διάλυσή της. Ο κατακερματισμός του Βυζαντίου μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 και η αργή και ασταθής ανάκαμψη μετά την επανάκτηση της πρωτεύουσας το 1261 δημιούργησαν νέες πολιτικο-οικονομικές και κοινωνικές καταστάσεις στο περιβάλλον της αυτοκρατορίας. Στη Δύση έπαιζε η Γαλλία πρωτεύοντα ρόλο, στον Βορρά δημιουργήθηκαν δύο νέα βασίλεια, το σερβικό και το βουλγαρικό και στον Νότο αντικαταστάθηκε η κυριαρχία των Σελτζούκων από τους Οθωμανούς Τούρκους.

Τον 13ο αιώνα, η συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας διεκόπη από τις φιλοδοξίες των Φράγκων αρχηγών της Δ΄ Σταυροφορίας. Η Κωνσταντινούπολη, το κέντρο της αυτοκρατορίας, χάθηκε για πρώτη φορά, πέφτοντας στα χέρια των Σταυροφόρων το 1204. Οι κατακτητές, αφού λεηλάτησαν τη βυζαντινή πρωτεύουσα, εγκαθίδρυσαν τη Λατινική Ανατολική Αυτοκρατορία που αντικατέστησε τη βυζαντινή αυτοκρατορία για 57 χρό νια. Η Ελλάδα περιελήφθη στη μοιρασιά των νικητών, της Βενετίας και των Φράγκων πριγκίπων. Η Βενετία, ως εμπορική δύναμη, διάλεξε εμπορικά σημεία και ιδιαίτερα τα νησιά: τα νησιά του Ιονίου, τις περισσότερες πόλεις του Αιγαίου, τη Ρόδο, την Κρήτη, έπειτα την Εύβοια και εμπορικούς σταθμούς σε καλές τοποθεσίες στην Πελοπόννησο, τον Ελλήσποντο και τη Θράκη. Η φραγκική φεουδαρχία, μεταφυτευμένη στην Ελλάδα που ποτέ δεν είχε γνωρίσει φεουδαρχία, επηρέασε σαφώς και τις εσωτερικές δομές οργάνωσης του κράτους, χωρίζοντας την Ελλάδα σε φέουδα, με πλέον εξέχον το δουκάτο της Αθήνας.

Πηγή:

Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού Καλοκαιρινός Κ., Βυζαντινή Ιστορία 610 μ.Χ.- 1453 μ.Χ., Β΄ Λυκείου, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 2002 Καλοκαιρινός Κ., Ιστορία ρωμαϊκή και βυζαντινή, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1979 Καραγιαννόπουλου Ιωάννη, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Σάκκουλας Αθήνα 1981 Τσακτσίρας Λ.- Ορφανουδάκης Ζ.- Θεοχάρη Μ., Ιστορία ρωμαϊκή και βυζαντινή, Β΄ Γυμνασίου, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 2005 Υπουργείο Πολιτισμού, Ιστορία της Ελλάδας Φειδά Βλάσιου, Βυζάντιο, Αθήνα 1985 Χριστοφιλοπούλου Αικ., Το πολίτευμα και οι θεσμοί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1204. Κράτος- Διοίκηση- Οικονομία- Κοινωνία, Αθήνα 2004.

Οstrogorsky G., Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, (ελλην. μετάφρ. Ι. Παναγόπουλος, επιστ. επιμέλεια Ε. Χρυσός), τ. 1-3, Αθήνα 1997-2002. Κoder J., Το Βυζάντιο ως χώρος. Εισαγωγή στην Ιστορική Γεωγραφία της Ανατολικής Μεσογείου στη Βυζαντινή Εποχή, Θεσσαλονίκη 2005.