Κουνούπια. Ηταν, έλεγε, από κουνούπια. Τσιμπούσαν τα κουνούπια τα παιδιά, τα παιδιά ξύνονταν και, ως διά μαγείας, τα τσιμπήματα από τα κουνούπια γίνονταν, με το ξύσιμο, καψίματα από τσιγάρο. Και όλα αυτά, χειμωνιάτικα. Αυτά δε τα χειμερινά κουνούπια τσιμπούσαν μόνο τα συγκεκριμένα παιδιά, κανένα άλλο στο χωριό δίπλα στη Λάρισα, απ’ όπου τις τελευταίες μέρες έχουμε ζωντανή σύνδεση με τη φρίκη – αυτή με την οποία έχω την εντύπωση ότι σιγά σιγά εξοικειωνόμαστε. Μια μάνα πάει το εξάχρονο κορίτσι της στο νοσοκομείο. Κι εκεί, γιατροί και νοσοκόμοι ανακαλύπτουν ότι το σώμα του κοριτσιού και του πεντάχρονου αδελφού της είναι κατάστικτο από σημάδια ακραίας κακοποίησης. Και ακόμη, ζωγραφιές με μαρκαδόρο στα γεννητικά όργανα και στον ποπό του αγοριού – ούτως ή άλλως η κακοποίηση παιδιών είναι διαστροφή, αλλά πόσο πια;

Για άλλη μία φορά στο ίδιο έργο θεατές. Η ιστορία του 3χρονου Αγγελου που φαίνεται ότι τον σκότωσαν στο ξύλο η μητέρα του και ο σύντροφός της και μας είχε συγκλονίσει πριν από λίγους μήνες επαναλαμβάνεται. Ή μάλλον κι αυτή ήταν ακόμη μία επανάληψη άγριας κακοποίησης μικρών παιδιών από τους ίδιους τους γονείς τους. Με θεατές, πάντα σχεδόν, το φιλικό περιβάλλον, τη γειτονιά, ακόμη και τους δημόσιους λειτουργούς. «Εμείς τα βλέπαμε, αλλά…».

Τι «αλλά»; Πώς μπορεί να μπαίνει ο παράγοντας «αλλά» σε μια περίπτωση παιδικής κακοποίησης; Δύο παιδιά με εμφανή τα σημάδια από καψίματα με τσιγάρο δεν είναι ότι έπεσε το παιδί και χτύπησε. Η αλήθεια είναι ότι στην περίπτωση της Λάρισας οι γείτονες πήγαν ένα βήμα πέρα από το «αλλά». Προσπαθούσαν να συνδράμουν τη μητέρα, τη βοηθούσαν οικονομικά, μια γειτόνισσα ήταν που την πίεσε να πάει το κορίτσι της στο νοσοκομείο γιατί έβηχε πολύ. Λένε ότι ανησυχούσαν για το σπίτι όπου μεγάλωναν τα παιδιά, μέσα στη βρώμα και την εγκατάλειψη. Πριν από λίγους μήνες κάλεσαν την Πρόνοια. Και η Πρόνοια πήγε. Και βρήκε δυο παιδιά με σημάδια, εκ των οποίων το πεντάχρονο δεν μιλούσε. Πέντε ετών και να μη μιλάει; Γιατί; Αυτό δεν τους ανησύχησε, δεν τους προκάλεσε υποψίες; Δεν έψαξαν λίγο το παρελθόν της μητέρας; Με ένα κλικ θα ανακάλυπταν αυτό που ανακάλυψαν οι δημοσιογράφοι. Οτι από τη μητέρα είχε αφαιρεθεί η επιμέλεια του πρώτου της παιδιού επειδή στο νοσοκομείο, στην Κύπρο, όπου το πήγαν με συμπτώματα γαστρεντερίτιδας, διέγνωσαν σοβαρό υποσιτισμό.

Και είναι τόσο εύκολο να το πας λίγο παραπέρα από αυτό το αναθεματισμένο το «αλλά». Το πήγε η νοσηλεύτρια στο νοσοκομείο της Λάρισας που δεν βιάστηκε να τελειώσει τη βάρδια της, ενδιαφέρθηκε να εξετάσει ενδελεχώς τα σημάδια στα παιδικά κορμάκια. Το πήγε ο γιατρός που βγήκε με το αγόρι στον περίβολο του νοσοκομείου, του μίλησε με στοργή και αγάπη, κάτι άγνωστο, προφανώς, για το παιδί. Ομως τόσο ανακουφιστικό, που το έκανε αμέσως να ανοιχτεί. Και να περιγράφει με τα χεράκια του το σβήσιμο των τσιγάρων πάνω στο σώμα του. Αυτό το τόσο δα, το αυτονόητο αλλά και πολύ σημαντικό δεν θα μπορούσε να το κάνει πριν από μήνες η Πρόνοια; Και μιλάμε μετά για αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων. Κι εγώ ονειρεύομαι υπουργείο Προστασίας του Παιδιού. Ορσε να μη μου τα χρωστάω.

Λίγα «αλλά» ακόμη

Το θέμα είναι ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά. Σκρολάρεις, πέφτεις στην εκδίκαση υπόθεσης σεξουαλικής κακοποίησης δύο κοριτσιών από τη μητέρα τους και τους παππούδες τους. Και προχθές ήταν άλλα και παραπροχθές άλλα. Και αυτή η έγκυος στην Κρήτη. Γέννησε το μωρό της στην μπανιέρα, καθάρισε ωραία ωραία το μπάνιο με χλωρίνη και μετά έβαλε χλωρίνες, χαρτιά καθαρισμού και το νεογνό σε σακούλα σκουπιδιών και την πέταξε σε κάδο κοντά στο σπίτι της. «Δεν είχαμε καταλάβει ότι εγκυμονούσε», λένε οι γείτονες, «διότι καμπούριαζε και φορούσε φαρδιά ρούχα. Καταλαβαίναμε ότι υπήρχε πρόβλημα ψυχικής υγείας, αλλά…». Ας το καταλάβουμε ότι σε κάποια θέματα δεν υπάρχουν «αλλά».