Το 1833, η Αθήνα, μια μικρή πόλη 10.000 κατοίκων με πολεοδομικά ίχνη του αρχαίου παρελθόντος σε μείξη με βυζαντινά και οθωμανικά στοιχεία, ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους λόγω της σημασίας της στην αρχαιότητα.

Ωστόσο έπρεπε να αναδιοργανωθεί δραστικά για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας «σύγχρονης» πρωτεύουσας. Στο νέο πολεοδομικό σχέδιο η επιλογή της θέσης των νέων ανακτόρων για τον Οθωνα Α’ ήταν κρίσιμη.

«Μεταξύ 1833 και 1835, μια μικρή κυρίως αγροτική πόλη με το παζάρι και τα τζαμιά της, τα λείψανα της αρχαιότητας και τις βυζαντινές εκκλησίες της», γράφει ο αρχιτέκτονας – πολεοδόμος, ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ Δημήτρης Ν. Καρύδης στο βιβλίο του «Ο Schinkel στην Αθήνα» (κυκλοφορεί στα αγγλικά από τις εκδόσεις Archeopress), «μετατράπηκε σε μια σύγχρονη και ευρωπαϊκού τύπου (πρωτεύουσα!) πόλη, με τις ευθείες λεωφόρους της και τον δικό της (εισαγόμενο) μονάρχη να κυβερνά με τη χάρη του Θεού, ή – για να το πούμε αλλιώς – η μικρή πόλη των Ελλήνων μπορεί να άλλαζε, αλλά οι τελευταίοι δεν θα είχαν καμία συμμετοχή στην οικοδόμηση του δικού τους κράτους».

Η μελέτη του πολεοδόμου – αρχιτέκτονα καθηγητή του Μετσόβιου Πολυτεχνείου έδωσε την αφορμή για τη συνάντηση πέντε ακαδημαϊκών στο αμφιθέατρο του Μουσείου της Ακρόπολης, την περασμένη Πέμπτη, για μια συζήτηση γύρω από την Αθήνα.

Οι συμμετέχοντες στην εκδήλωση Ελίζαμπεθ Κι Φάουντεν, καθηγήτρια Αρχαιολογίας στο Κέιμπριτζ, Κώστας Τσιαμπάος, αναπληρωτής καθηγητής ΕΜΠ, Αριάδνη Βοζάνη, καθηγήτρια ΕΜΠ, και ο εκπρόσωπος της θεωρίας της Νέας Πολεοδομίας Λέον Κριρ σχολίασαν ζητήματα γύρω από την ιστορία της πόλης, τις ερμηνείες και αναπαραστάσεις της.

Με τον συγγραφέα της μελέτης «Ο Schinkel στην Αθήνα» να υπογραμμίζει μέσα από την τεκμηριωμένη έρευνά του μια διαφορετική άποψη για τον πρωταγωνιστή/τους πρωταγωνιστές του πρώτου πολεοδομικού σχεδιασμού της Αθήνας.

«Τολμηρή ουτοπία»

Η Αριάδνη Βοζάνη αναφέρθηκε στην πρόταση του Καρλ Φρίντριχ Σίνκελ για τα ανάκτορα του Οθωνα στην Ακρόπολη στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της νέας Αθήνας.

Μιας Αθήνας που ο ίδιος – κατεξοχήν περίπτωση ενός πολυτάλαντου «ταξιδευτή» μεταξύ διαφορετικών πεδίων έκφρασης (αρχιτεκτονική, πολεοδομικός σχεδιασμός, ζωγραφική, σχεδιασμός επίπλων, σκηνογραφία) – δεν επισκέφθηκε ποτέ.

«Η πρόταση για το παλάτι στην Ακρόπολη ανήκει στην επικράτεια μιας τολμηρής ουτοπίας. Πρόκειται για ένα σχέδιο που είχε σαφώς στόχο να ενδυναμώσει την επικυριαρχία του ιδίου του Λόφου στην πόλη.

Η Ακρόπολη στη νέα Αθήνα τίθεται εκ νέου “επί σκηνής”. Είναι η βασική αναφορά και, όπως αποδεικνύεται, το “αντικείμενο του πόθου” στην Αθήνα έως τις μέρες μας. Το αντικείμενο που το βλέμμα μας ψάχνει να συναντήσει από όπου είναι εφικτό στην πόλη. Και, αντίστροφα, το αντικείμενο που εποπτεύει όλη την πόλη», σημείωσε η αρχιτέκτονας. Και συμπλήρωσε:

«Ο Σίνκελ φέρει την αύρα ενός τόπου και μιας εποχής που παλινδρομεί μεταξύ των αποήχων ενός εντόνου ρομαντισμού και της επιθυμίας για ανατροπές.

Η πρότασή του γίνεται στα πλαίσια ανταλλαγής απόψεων με τον Πρίγκιπα Μαξιμιλιανό της Βαυαρίας περί της ιδανικής αρχιτεκτονικής και ειδικότερα περί του μεγαλείου της ελληνικής κλασικής αρχιτεκτονικής της αρχαιότητας. Ανεξάρτητα από τη συμβολική – ιδεολογική διάσταση της σύνδεσης του αρχαιοελληνικού παρελθόντος της Ελλάδας με τη νέα εξουσία που υπηρετεί και ο Σίνκελ, η πρότασή του ακολουθεί τη λογική της συνέχειας κατοίκησης του λόφου.

Μια συνέχεια κατοίκησης πολλών αιώνων.

Μια άποψη, στον αντίποδα εκείνης που επικράτησε, δηλαδή της “κάθαρσής” του από τα όποια μεταγενέστερα της κλασικής περιόδου ιστορικά ίχνη και κατασκευές».