Οταν η εξουσία συγκρούεται με την ελευθερία της έκφρασης προκύπτει ίσως το ερώτημα μέχρι ποιο σημείο και με ποιο κόστος μπορεί ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα όπως το Χάρβαρντ – το αρχαιότερο των Ηνωμένων Πολιτειών και ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα σύμβολα ακαδημαϊκής αριστείας στον κόσμο – να συνεχίσει να αντιστέκεται.
Ο ίδιος ο αμερικανός πρόεδρος υπεραμύνθηκε της απόφασης της κυβέρνησής του να εμποδίσει την εγγραφή ξένων φοιτητών στο Χάρβαρντ, μέτρο που χαρακτηρίσθηκε παράνομο από το φημισμένο πανεπιστήμιο και ανεστάλη από ομοσπονδιακό δικαστή.
Προηγήθηκε άρνηση του Χάρβαρντ να δεχτεί κυβερνητικό έλεγχο στις διαδικασίες προσλήψεων, εισαγωγών και διοίκησης, πυροδοτώντας ένα μείζον ζήτημα για την αυτονομία της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Η αμερικανική κυβέρνηση επικαλέστηκε λόγους «διαφάνειας» και εθνικής ασφάλειας, ζητώντας ακόμη και βιντεοσκοπημένο υλικό από διαδηλώσεις ξένων φοιτητών εντός της πανεπιστημιούπολης.
Το Χάρβαρντ προσέφυγε δικαστικά, καταγγέλλοντας την ενέργεια ως αυθαίρετη, εκδικητική και χωρίς νομική βάση, με ομοσπονδιακό δικαστήριο να του δίνει προσωρινή προστασία από την απόφαση του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας.
Η υπόθεση έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό τόσο στον ακαδημαϊκό κόσμο όσο και στη νομική κοινότητα, θέτοντας στο επίκεντρο το εύθραυστο όριο μεταξύ κρατικής εποπτείας και ακαδημαϊκής ελευθερίας.
Οπως επισημαίνει το «Forbes», το Χάρβαρντ φαίνεται να έχει ισχυρές πιθανότητες να επικρατήσει στη νομική του μάχη με την κυβέρνηση Τραμπ.
Το ισχυρότερο νομικό επιχείρημα του Χάρβαρντ βασίζεται στο ότι η κυβέρνηση δεν ακολούθησε τις δικές της κανονιστικές διαδικασίες, παραβιάζοντας τον Νόμο Διοικητικών Διαδικασιών (APA), που έχει θεσπιστεί για την αποτροπή αυθαίρετων ενεργειών από ομοσπονδιακές υπηρεσίες.
Ωστόσο ακαδημαϊκοί και νομικοί όπως ο πρώην καθηγητής Νομικής του Cornell, Στίβεν Γέιλ-Λερ, υπογραμμίζουν ότι ακόμη κι αν ο Τραμπ χάσει αυτή τη δίκη, ίσως να κερδίσει τον πόλεμο κατά των ξένων φοιτητών καθώς προκαλείται αβεβαιότητα και φόβος.
«Ο Τραμπ προσπαθεί να καταστρέψει το Χάρβαρντ;».
Με αυτόν τον τίτλο η «Wall Street Journal» σχολίασε πρόσφατα την υπόθεση σε κύριο άρθρο της κάνοντας λόγο για «μυωπική επίθεση σε ένα από τα μεγάλα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της Αμερικής». Ιδρυθέν το 1636, το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ είναι ένα από τα πιο αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα στον κόσμο, με πολλούς νομπελίστες και οκτώ προέδρους των ΗΠΑ να έχουν αναδειχθεί από τους αποφοίτους του.
Σήμερα είναι το μόνο πανεπιστήμιο που αντιστέκεται ανοιχτά στις απαιτήσεις της κυβέρνησης Τραμπ κι ένας από τους λόγους που μπορεί να το κάνει είναι το τεράστιο αποθεματικό του, που υπερβαίνει τα 53 δισεκατομμύρια δολάρια.
Αν η κυβέρνηση επιτύχει να εμποδίσει το Χάρβαρντ από το να εγγράφει ξένους φοιτητές, μία συνέπεια θα είναι ότι πολλοί από αυτούς θα χάσουν τις άδειες παραμονής τους στις ΗΠΑ, εκτός αν καταφέρουν να εγγραφούν σε άλλο πανεπιστήμιο.
Οπως τονίζει ο Γιαν Γουόλτερ της Deutsche Welle, αυτό δεν θα στερούσε απλώς από το Χάρβαρντ διεθνή ταλέντα αλλά και σημαντικά έσοδα, καθώς λαμβάνει περίπου 400 εκατομμύρια δολάρια ετησίως από τους περίπου 6.800 ξένους φοιτητές του σε δίδακτρα.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ εξετάζει επίσης την επιβολή υψηλής φορολόγησης στις αποδόσεις των πανεπιστημιακών αποθεματικών κεφαλαίων, που επενδύονται κυρίως σε χρεόγραφα και αποφέρουν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο.
Σε άρθρο στην εφημερίδα «USA Today» ο οικονομολόγος Φίλιπ Λεβίν εκτίμησε ότι ελίτ πανεπιστήμια όπως το Γέιλ, το Στάνφορντ, το ΜΙΤ, το Πρίνστον και, φυσικά, το Χάρβαρντ, θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ετήσιους φορολογικούς λογαριασμούς μεταξύ 400 και 850 εκατομμυρίων δολαρίων με βάση το νέο αυτό σχέδιο.