Οι ΜΚΟ αποτελούν συχνό αντικείμενο συζήτησης: από τις πρωτοβουλίες για το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τους έως το πώς κάποιες φορές δαιμονοποιούνται σε σχέση με τη διαχείριση του Προσφυγικού. Η χώρα μας δεν είναι η μόνη που αναμετριέται με το φαινόμενο. Υπάρχουν περιοχές του πλανήτη όπου η σημασία των ΜΚΟ είναι ακόμη πιο μεγάλη για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής, για να μην αναφερθούμε στον ρόλο τους στη διαμόρφωση της κοινωνίας των πολιτών και του πολιτικού τοπίου στις μετακομμουνιστικές κοινωνίες. Ολα αυτά κάνουν επιτακτική τη θεωρητική διερεύνηση αυτών των ερωτημάτων. Αυτό κάνει το βιβλίο του επίκουρου καθηγητή στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου Νίκου Κουραχάνη «Η βιομηχανία του ανθρωπισμού. ΜΚΟ και κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα», που πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος.

Ο Κουραχάνης εντοπίζει την ανάπτυξη των ΜΚΟ σε μια συγκυρία υποχώρησης του προηγούμενου μοντέλου κοινωνικής πολιτικής που στηριζόταν στη διεύρυνση της κρατικής παρέμβασης στην κοινωνική πολιτική, στην πραγματική επέκταση της κοινωνικής προστασίας και την

αποεμπορευματοποίηση της κάλυψης των κοινωνικών αναγκών. Στηριζόταν, επίσης, στην παραδοχή ότι για τα ζητήματα αυτά υπάρχει μια συλλογική ευθύνη και ότι σκοπός των ασκούμενων πολιτικών ήταν η μείωση των ταξικών ανισοτήτων. Από τη δεκαετία του 1970 αυτό το μοντέλο αμφισβητήθηκε και αναδύθηκε μια νεοφιλελεύθερη στρατηγική, η οποία αμφισβήτησε στόχους όπως η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, μετατόπισε το αξιακό κέντρο από τη συλλογική ευθύνη για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων στην ατομική και δρομολόγησε την εκ νέου εμπορευματοποίηση σημαντικών πλευρών της κοινωνικής πολιτικής. Αυτά συνδυάστηκαν με το θεωρητικό αφήγημα του «προνοιακού πλουραλισμού», που νομιμοποιούσε την άρση του κρατικού μονοπωλίου στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής, δηλαδή τη μείωση του κοινωνικού ρόλου του κράτους.

ΜΚΟ και κοινωνική πολιτική

Σε αυτό το πλαίσιο οι ΜΚΟ απέκτησαν έναν όλο και πιο αυξημένο ρόλο στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Ο Κουραχάνης τοποθετεί τη λειτουργία τους στο συνολικότερο πλαίσιο της ανθρωπιστικής δράσης εντοπίζοντας πως αυτή αναδύεται μέσα από πραγματικές κοινωνικές ανάγκες, φέροντας ένα έντονο αξιακό φορτίο με έμφαση στην αλληλεγγύη, αλλά συνάμα μπορεί να εργαλειοποιηθεί πολιτικά. Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη των ΜΚΟ συνδυάστηκε με τις ανάγκες κοινωνικής προστασίας που δημιουργούσαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, τη διαμόρφωση μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και εντός μιας νέας αμερικανικής ηγεμονίας ενός νέου προτύπου γεωπολιτικού παρεμβατισμού και παραβίασης της εθνικής κυριαρχίας που περιλαμβάνει και την «ανθρωπιστική προστασία».

Αυτό εξηγεί γιατί διεθνώς οι ΜΚΟ κυριάρχησαν στην ανθρωπιστική δράση, αλλά και γιατί η τοποθέτησή τους στον πυρήνα της ιδιωτικοποίησης της κοινωνικής προστασίας και πολιτικής επέδρασε στον τρόπο που οι ίδιες συγκροτούνται και λειτουργούν, με αποτέλεσμα τη συχνή απομάκρυνση από το διακηρυγμένο αξιακό τους πλαίσιο και την υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων οργανωτικών και εργασιακών πρακτικών, από την ελαστικές εργασιακές σχέσεις έως την ανταγωνιστική διεκδίκηση χρηματοδοτήσεων, αποκτώντας και χαρακτηριστικά ιδιωτικών επιχειρήσεων εντός μιας «βιομηχανίας» ανθρωπιστικής δράσης.

Ο κύριος όγκος της έρευνας του Κουραχάνη αφορά τη μελέτη των ΜΚΟ στη χώρα και τη σχέση τους με το όλο σύστημα κοινωνικής πολιτικής. Επισημαίνει ότι στη χώρα μας αυτό ήταν ούτως ή άλλως ελλειμματικό, όμως η κατάσταση επιδεινώθηκε στην περίοδο της οικονομικής κρίσης με αποτέλεσμα «αντί να διευρυνθούν για να εγγυηθούν την επαρκή προστασία των αντίστοιχα διευρυνόμενων ευάλωτων ομάδων, οδηγήθηκαν σε περαιτέρω συρρίκνωση». Η χειροτέρευση της κοινωνικής συνθήκης οδήγησε στη μετατόπιση της πολιτικής όχι στην αποτροπή αλλά στη διαχείριση της ακραίας φτώχειας και αυτό σε μεγάλο βαθμό καλύφθηκε από τη δράση των ΜΚΟ. Η αίσθηση κατάρρευσης της κοινωνικής προστασίας οδήγησε στην ανάπτυξη πλήθους κοινωνικών πρωτοβουλιών,  συμπεριλαμβανομένων και «από τα κάτω» κινηματικών πρακτικών, αλλά και στη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων των ΜΚΟ.

Τρεις βασικές μετατοπίσεις

Την ίδια στιγμή οι ΜΚΟ μετασχηματίζονταν. Ο Κουραχάνης, ακολουθώντας τη διεθνή συζήτηση, εντοπίζει τρεις βασικές μετατοπίσεις: την εργαλειοποίηση, δηλαδή τον τρόπο που η δράση των ΜΚΟ συνδεόταν άμεσα ή έμμεσα με κρατικά και πολιτικά σχέδια, την εμπορευματοποίηση, σε ένα πλαίσιο ανταγωνιστικής διεκδίκησης χρηματοδοτήσεων από ιδιωτικούς, κρατικούς και διεθνείς φορείς, αλλά και την επαγγελματοποίηση, καθώς μόνο έτσι μπορούσαν να ανταποκριθούν σε αυξημένα καθήκοντά. Ρόλο έπαιξε και η διεθνής τάση προς έναν «φιλανθρωπικό καπιταλισμό», που δεν έχει να κάνει μόνο με φορολογικά ή άλλα κίνητρα για δωρεές αλλά και με την πολιτισμική ηγεμονία και τη δυνατότητα συνολικότερου επηρεασμού πολιτικής που τέτοιες πρακτικές διευκολύνουν.

Πατώντας πάνω σε μια εκτεταμένη έρευνα για τη δράση των ΜΚΟ στη χώρα μας σε διαφορετικούς τομείς, από το Προσφυγικό και την αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας έως την παιδική προστασία (συμπεριλαμβανομένων των ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων), ο Κουραχάνης δείχνει πως η υπολειμματοποίηση ενός κοινωνικού κράτους εξαρχής ελλειμματικού διαμόρφωσε χώρο για την ανάπτυξη των ΜΚΟ, καλύπτοντας άμεσες ανάγκες και αποτρέποντας τα χειρότερα, χωρίς να αλλάξει τα δομικά προβλήματα και ελλείμματα του κοινωνικού κράτους. Ομως, «η αναβάθμιση των ΜΚΟ ως υποκατάσταση μιας συρρικνωμένης πλέον κοινωνικής προστασίας δεν ευνόησε μια αυθεντική κινητοποίηση της κοινωνίας των πολιτών». Ούτε αξιοποιήθηκε για την ενίσχυση του κράτους δικαίου, της διαφάνειας και της λογοδοσίας, την ώρα που δεν καλλιεργήθηκαν αναβαθμισμένες σχέσεις με κοινωνικά κινήματα.

Χαμένη ευκαιρία

Ο απολογισμός του Κουραχάνη επισημαίνει ότι τελικά χάθηκαν ευκαιρίες. «Ηθελημένα ή μη οι ΜΚΟ υπηρέτησαν περισσότερο ένα σχέδιο απορρόφησης των κοινωνικών κραδασμών που επήλθαν από την περαιτέρω υπολειμματοποίηση του ελληνικού κράτους ευημερίας, παρά μια δυναμική ανανέωση των ρεπερτορίων κοινωνικής αλληλεγγύης. Επιβεβαίωσαν, έτσι, με τον πιο αλγεινό τρόπο πως οτιδήποτε αποξενώνεται από την κοινωνική του βάση, παύει να υπηρετεί τα συμφέροντά της».