Λέξεις-κλειδιά για τον σημερινό υπεύθυνο εκδηλώσεων του βιβλιοπωλείου «Λεξικοπωλείο» στο Παγκράτι είναι «Μητέρα Φάλαινα Τυφλή». Δηλαδή το όνομα του μουσικού σχήματος το οποίο δημιούργησε το 2006 συμπεριλαμβάνοντας φιλίες, αγάπες, το μάστερ Φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο του Γουόρικ, τα λάιβ προγράμματα σε μουσικές σκηνές, συμμετοχές σε συναυλίες και δύο άλμπουμ. Ο Διαμαντής Διαμαντίδης μεγάλωσε μέσα στη μουσική από μικρός, χάρη στον πατέρα του που αγαπούσε να ακούει τα ρεμπέτικα, τα λαϊκά και την παραδοσιακή μουσική. Ο ίδιος, αφού έκλεισε τον κύκλο εργασιών του στον χώρο της διαφήμισης, μπήκε στον κόσμο των βιβλίων, όπου και παραμένει. Επειδή όμως η αγάπη για τους στίχους και την κιθάρα είναι άσβεστη, βρήκε τον τρόπο να εικονογραφήσει τα τραγούδια του δημιουργώντας ένα βιβλίο κόμικ με CD.
Θα έλεγα ότι έμπλεξα με τη μουσική σκηνή τέλη της δεκαετίας ’80. Πηγαίναμε στο Παγκράτι στα στούντιο, κάναμε πρόβες με μέταλ και χαρντ ροκ. Μετά μας επηρέασε η άνθηση του ελληνόφωνου ροκ. Η πρώτη μπάντα που ηχογραφήσαμε δίσκο λεγόταν Ρελαντί. Θήτευσα και στους Τσοπάνα Rave, παίζοντας κιθάρα. Το 2006 έκανα ένα σχήμα, τη Μητέρα Φάλαινα Τυφλή, μία μουσική κολεκτίβα 15 ατόμων, ως φολκ ροκ ελληνόφωνο συγκρότημα, με πολλά ηχοχρώματα, δυτικότροπο. Ημασταν σε νεανική ηλικία, δεν έπαιζαν ρόλο οι απολαβές τότε. Εγραφα τα τραγούδια μαζί με τον Μιχάλη Κραουνάκη, βγάλαμε και δύο δίσκους και κάναμε πολλές συναυλίες. Μέχρι το 2017 που σταματήσαμε να παίζουμε. Μετά οικογένεια, «Λεξικοπωλείο», δύο παιδιά, κορωνοϊός.
Τον Μάρτιο κυκλοφόρησε το πρώτο μου προσωπικό άλμπουμ, το «44». Οταν μπήκαμε στο στούντιο, τον Νοέμβριο του 2022, είχα μπει στα 44. Και επειδή μου αρέσουν πολύ τα concept albums, σκέφτηκα ότι σε έναν υποτιθέμενο δίσκο, εάν η μία πλευρά είχε 4 τραγούδια και η άλλη ακόμα 4 (σύνολο 8), ο τίτλος «44» θα είχε κάτι παραπάνω από νόημα. Κι επειδή αγαπώ πολύ τα CD που έχουν κάτι από τη δεκαετία του 1990, στην οποία γαλουχηθήκαμε μουσικά, δεν το έβγαλα σε βινύλιο. To «44» κυκλοφορεί ως comic/CD, αφού τα τελευταία χρόνια εργάζομαι στον χώρο του βιβλίου. Ταυτόχρονα, ήθελα από καιρό να συνεργαστούμε με την εικονογράφο Αγγελική Σαλαμαλίκη, την οποία πρωτογνώρισα μέσα από τα βιβλία της. Η ιδέα φέρνει κοντά δύο συγγενικούς κόσμους: των εικονογραφημένων βιβλίων και των δίσκων. Δεν είναι η πρώτη φορά που έγινε, ούτε και η τελευταία, ελπίζω.
Τα τραγούδια είναι οι ιστορίες του καθενός μας. Lockdown, ενηλικίωση, πατρότητα, απελευθέρωση. Οι τίτλοι των τραγουδιών σχηματίζουν μια φράση που με εκφράζει: Ονειρεύτηκα/ Ο,τι κάνω/Το μόνο που μετρά/Ρο (αναφέρεται στη γυναίκα μου, Ρόη/ Ρίτα Χέηγουορθ, από την ταινία «Τελευταία έξοδος») /Χόρεψε/Κάτω απ’ το χαλί/Ολο και πιο λίγα. Το ψυχαναλυτικό, το κράτησα για το τέλος.
Πιστεύω ότι οι άνθρωποι είναι κατακερματισμένοι. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε δεν βοηθάει ούτε η κοινωνικοπολιτική, οικονομική κατάσταση, ούτε η βαρβαρότητα ή ο πολιτισμικός ξεπεσμός. Βλέπω μια συντήρηση, διανύουμε μια σκοτεινή περίοδο για την κουλτούρα. Υπάρχουν βέβαια άνθρωποι που διατηρούν το μυαλό τους ανοιχτό, αλλά κοντράρονται με την καθημερινότητά τους που φρενάρει την προοδευτικότητά τους. Οι νεότεροι κλείνονται στο καβούκι τους και βλέπουν με περισσότερο σκεπτικισμό τα πράγματα που συμβαίνουν.
Το βιβλίο βοηθάει να παραμένει ανοιχτό το πνεύμα. Είναι γεγονός ότι βγαίνουν περισσότερα βιβλία από όσα προλαβαίνουμε να διαβάσουμε, αλλά τουλάχιστον κάθε εκδοτική προσπάθεια βρίσκει ένα κοινό. Μπορεί να μην είναι μεγάλο κοινό ώστε να συντηρηθεί η εκδοτική επιχείρηση, αλλά γίνονται όμορφα πράγματα με εκδόσεις πολιτικών κειμένων ή την ταυτότητα του φύλου, δοκίμια φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας. Εχει υποχωρήσει πολύ η πεζογραφία και υπάρχει πλούσια παραγωγή σε ποιητικό έργο. Ισως επειδή είναι μικρότερη η ποιητική φόρμα υπάρχει ζήτηση από τη νέα γενιά η οποία έχει μάθει στη μικρή, γρήγορη πληροφορία. Κι αυτό δεν είναι κακό.
Η ελληνόφωνη λέσχη ανάγνωσης φέρνει στο «Λεξικοπωλείο» και τους συγγραφείς των βιβλίων για τα οποία συζητάμε. Η επιλογή τους γίνεται ανάλογα με τις περιστάσεις. Για παράδειγμα, η «Αγιογραφία» του Νίκου Παναγιωτόπουλου που επανακυκλοφόρησε μετά από είκοσι χρόνια έχει συνάφεια με ό,τι μας συμβαίνει τώρα. Ή «Το δέντρο του Ιούδα» του Μιχάλη Μακρόπουλου, ο οποίος μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Ηπείρου και Λευκάδας, έχει έντονο το κινηματογραφικό στοιχείο και γυρίζεται τώρα ταινία.
Για μένα καμία ζωή δεν έχει νόημα αν δεν τη μοιραστείς. Ετσι έμαθα από την οικογένειά μου. Με ενδιαφέρει η επάρκεια. Από κεκτημένη ταχύτητα πολλές φορές ξοδευόμαστε δίνοντας και προσφέροντας στους άλλους για να τους δούμε να χαμογελάνε. Ισως είναι μια ενδόμυχη ανάγκη να ξεπεράσουμε τους φόβους και τις ανασφάλειές μας. Στην ευρύτερη παρέα εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε σπίτια με τις κιθάρες μας, τα κορίτσια μας – σύζυγοι πλέον με παιδιά και τις οικογένειές μας. Εχουμε κάνει και τις απαραίτητες κουμπαριές για να στερεώσουμε περισσότερο αυτό που ξεκινήσαμε νεότεροι.