Στις 13 Μαρτίου 2025, κατά την υποδοχή του ως νέου Προέδρου της Δημοκρατίας από την απερχόμενη Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, ο Κωνσταντίνος Τασούλας, αναστοχαζόμενος τις στιγμές της ελληνικής Ιστορίας, που ήταν έντονη η κοινωνική απαίτηση για εκσυγχρονισμό του κράτους και των θεσμών του, ανακάλεσε το χρονικό διάστημα «1909-1915, την περίοδο της θεσμικής κι εδαφικής ανασυγκρότησης της χώρας πριν από τα χτυπήματα του εθνικού διχασμού, πριν από το χτικιό του εθνικού διχασμού». Τί είναι άραγε αυτό πού κάνει επίκαιρο παράδειγμα προς μίμηση και άξιο επίκλησης το διάστημα 1909-1915 και προς αποφυγήν το «χτικιό του εθνικού διχασμού» στον πρώτο δημόσιο λόγο του ανώτατου πολιτειακού παράγοντα της χώρας το 2025;

Η δεύτερη ζωή του Ελευθερίου Βενιζέλου, οικοδομώντας έναν εθνάρχη (1936-1967), η πρώτη μονογραφία του Χρήστου Τριανταφύλλου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Θεμέλιο και το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος», θέτει τις ράγες πάνω στις οποίες κινήθηκε αυτό το όχημα μνήμης, που ονομάζεται Ελευθέριος Βενιζέλος και δείχνει πώς αποκρυσταλλώθηκε ως ένα αμιγώς θετικό σύμβολο.

Εκκινώντας από μία παράδοση εξαντλητικής και ακάματης δουλειάς του επαγγελματία ιστορικού πάνω στις πηγές, ο ερευνητής, στην προσπάθειά του να τεκμηριώσει όλες τις διακυμάνσεις, τις τομές, τα αποσπάσματα της συγκρότησης του πολιτικού και εθνικού κεφαλαίου που σημαίνει Ελευθέριος Βενιζέλος, κατέφυγε στον Τύπο, τα μνημεία και τις τελετές όλης της περιόδου που μελετά (1936-1967), από τον θάνατο δηλαδή του κρητικού πολιτικού μέχρι το πραξικόπημα του 1967. Μέσα από τις πηγές ιχνηλατεί «τη δεύτερη ζωή του μεγάλου πολιτικού άνδρα», δηλαδή τη συγκρότηση του εθνικού και πολιτικού συμβόλου του Ελευθερίου Βενιζέλου, όπως διαμορφώθηκε μέχρι το 1967.

«Η συλλογική μνήμη δεν είναι απλώς μία λίστα με γεγονότα και πρόσωπα που οι κοινωνίες αυτομάτως θυμούνται, αλλά ένα πεδίο συνεχών συγκρούσεων και έντονων προσπαθειών για επικράτηση αντίπαλων ερμηνευτικών σχημάτων» γράφει στην εισαγωγή του ο Τριανταφύλλου, για να εξηγήσει στον αναγνώστη και την αναγνώστρια του βιβλίου, πέρα από το εξειδικευμένο κοινό των ιστορικών, τι ακριβώς μελετάει, γιατί το κάνει και ποια είναι η σημασία της έρευνάς του. Το ίδιο το αντικείμενο της μελέτης, όπως φαίνεται από όλο το βιβλίο και ειδικά από το τέταρτο κεφάλαιο, μας προδιαθέτει να σκεφτούμε πώς ο συγγραφέας θεωρεί ότι τα πορίσματα των ανθρωπιστικών σπουδών και ειδικά της Ιστορίας, έχουν σημασία για την κοινωνία στην οποία απευθύνονται, την κοινωνία με την οποία επιδιώκουν να συνομιλήσουν.

Οι διεργασίες, μέσα από τις οποίες οικοδομήθηκε το σύμβολο του «Εθνάρχη» Ελευθερίου Βενιζέλου μέσα σε αυτές τις τρεις δεκαετίες, δεν ήταν ευθύγραμμες, δεν είχαν διαρκώς την ίδια ένταση και δεν υπήρξαν ποτέ μονοσήμαντες. Ηταν όμως πάντα βαθιά πολιτικές, βαθιά συνδεδεμένες με τις πολιτικές εξελίξεις του τόπου, στον πυρήνα της συγκρότησης πολιτικών ταυτοτήτων, ενώ ο εμφύλιος και το μετεμφυλιακό κράτος ήταν η ζώσα πραγματικότητα.

Ολο το βιβλίο παρουσιάζει ένα υφαντό αυτής «της δεύτερης ζωής» του Βενιζέλου, με τη διαφορά ότι το παρουσιάζει από την πίσω όψη, γεμάτο κόμπους, κλωστές που κρέμονται, απότομα κοψίματα, λάθος βελονιές. Δίνεται η δυνατότητα στους αναγνώστες να προσεγγίσουν όλα αυτά, σε αυτό το πολιτικό υφαντό, γιατί το βιβλίο αποσκοπεί να είναι μία διαδικασία όχι μόνον αποτύπωσης, αλλά και κατανόησης των ερμηνειών και των επικλήσεων του συμβόλου κάθε φορά.

Η σκέψη του συγγραφέα διέπεται απαρχής από μία δομική ιδέα, που διαπερνά όλο το βιβλίο. Για τον γράφοντα, όλες οι πηγές μπορούν να παραγάγουν ιστοριογραφικά αφηγήματα. Ετσι διαβάζουμε με ενδιαφέρον για τις βιογραφίες του Βενιζέλου και για τα αφηγηματικά κείμενα, που κυκλοφόρησαν στις εφημερίδες σε συνέχειες καθ’ όλη την περίοδο 1936-1967, με θέμα τη ζωή, τις κορυφαίες και τις αμφιλεγόμενες στιγμές του «Εθνάρχη». Το εργαλείο της «αρθρογραφούσας ιστοριογραφίας» επιτρέπει στο αναγνωστικό κοινό να προσεγγίσει με νέα ματιά, ποικίλα εφήμερα αναγνώσματα, στη διαχρονία και τη συγχρονία.

Ισως η αρχική πρόθεση του συγγραφέα να ήταν διαφορετική, αλλά το βιβλίο αυτό είναι ένα βιβλίο πολιτικής ιστορίας, και μάλιστα ένα δύσκολο βιβλίο πολιτικής ιστορίας. Στη δεύτερη ζωή του Ελευθερίου Βενιζέλου ο αναγνώστης και η αναγνώστρια θα διαβάσουν για την πυκνή ιστορία των κομμάτων και τις πολιτικές εξελίξεις αυτών των κρίσιμων δεκαετιών, μέσα από την τρισδιάστατη χαρτογράφηση μιας ιστορικής διεργασίας, που διαχέεται σε όλες τις πολιτικές πρακτικές και τελετουργίες της περιόδου. Ο ιστορικός προσπαθεί και καταφέρνει να αποδώσει τις εντάσεις και τις υφέσεις των πολιτικών χρήσεων του Βενιζέλου, την οξύτητα που χαρακτηρίζει κάποιες στιγμές, που συνομιλούν διαρκώς με τις τρέχουσες εξελίξεις, αλλά και την ανακάλυψη άλλων, που μόνο γδέρνοντας ένα συμπαγές πλέον κέλυφος, μπορούμε να αντιληφθούμε.

Τα πρόσωπα που διεκδικούν τη θέση τους, πλάθοντας και αναπλάθοντας πολιτικές ταυτότητες, τόσο τις δικές τους, όσο και ευρύτερα των χώρων που εκπροσωπούν και προσπαθούν να συγκροτήσουν, αποκτούν πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο του Τριανταφύλλου και η διαπραγμάτευση της μνήμης του Βενιζέλου είναι το νήμα και η διελκυστίνδα, που τα συνδέει. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, άμα το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο στρατάρχης του εμφυλίου πολέμου Αλέξανδρος Παπάγος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Γεώργιος Παπανδρέου ξανά (μέσα από την ηγεσία της Ενωσης Κέντρου αυτή τη φορά), συνομιλούν με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και μιλούν για αυτόν, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, ως πολιτικά υποκείμενα οι ίδιοι και κάθε φορά παρουσιάζουν νέες εικόνες του, φωτίζουν νέες πτυχές του ίδιου και του έργου του, αποκρύπτοντας και εξαφανίζοντας ενίοτε άλλες.

Η μνήμη, ή μάλλον ακριβέστερα, οι μνήμες του Βενιζέλου αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίες παραμένουν συγκρουσιακές, όπως μας θυμίζει ο Τριανταφύλλου, γίνονται αντικείμενο διαχείρισης, μέσα σε ένα ακόμη πιο πολωμένο πολιτικό γίγνεσθαι, που δημιουργεί βαθιές ρωγμές και εκ πρώτης φαίνεται να ισοπεδώνει τις υπόλοιπες διακρίσεις του παρελθόντος.

Ομως εδώ, ο συγγραφέας αναδεικνύει τη θέση της μνήμης του Βενιζέλου και των χρήσεών της μέσα σε αυτό το εκ πρώτης όψεως μονοδιάστατο παρόν. Ετσι η συγκρουσιακή του επαναμνημόνευση βρίσκει τον ρόλο της μέσα στο διχαστικό παρόν του εμφυλίου κατά τη συγκρότηση, είτε του φάσματος της εθνικοφροσύνης, είτε πολύ πιο εμφατικά του πολιτικού χώρου του Κέντρου.

Τα πρόσωπα, άλλωστε, που διαχειρίζονται αυτήν τη μνήμη, δεν λειτουργούν αποκλειστικά με την ιδιότητα του θεματοφύλακα, την οποία πάντα επικαλούνται, αλλά αξιοποιούν και εργαλειοποιούν ξανά και ξανά την επίσκεψη στο πρόσωπο του Βενιζέλου, διαμορφώνοντας τις πολιτικές ταυτότητες του δικού τους παρόντος. Η επίκληση του συμβολικού κεφαλαίου του Βενιζέλου εκκινεί ως ανάγκη, η οποία μέσα στο δικό της συγκείμενο, παράγει συνεχώς αποτελέσματα. Τα αποτελέσματα αυτά, οι νέες κάθε φορά αναδιαπραγματεύσεις του κρητικού πολιτικού, πολλές εκ των οποίων πέφτουν σε αχρηστία, τελικά διαμορφώνουν την εικόνα του εθνικού συμβόλου, αποκαθαρμένη από κάθε βαρίδι, βαθμηδόν ενοποιημένη, αλλά πάντα επίκαιρη προς επίκληση. Είναι πολλές οι ταυτότητες του Βενιζέλου, που παρουσιάζει ο συγγραφέας και μέσα σε όλη την περίοδο φάνηκαν χρήσιμες, από τον «επαναστάτη» μέχρι τον «εθνικόφρονα».

Αλλωστε, αρκετοί από εκείνους και εκείνες (υπήρξαν και γυναίκες που διαχειρίστηκαν τη μνήμη του Βενιζέλου), που διαμόρφωσαν την εικόνα του εθνικού συμβόλου του μεγάλου πολιτικού άνδρα, που τελικά διεκδικείται ως ο προπάτορας όλων, γνώριζαν τον Βενιζέλο. Αυτή η σχέση δε γεννά τόσο την ανάγκη να διορθώσουν τα ενδεχομένως στρεβλά αφηγήματα, όσο εκείνη της συγκρότησης  της δικής τους πολιτικής ταυτότητας, μετά τον θάνατό του και χωρίς πια τη δική του καθοριστική παρουσία. Ούτε βέβαια οι έννοιες βενιζελισμός και αντιβενιζελισμός παρέμειναν στατικές, αλλά και αυτές υπήρξαν ρευστές και εύπλαστες στην ίδια περίοδο, όπως δείχνει ο συγγραφέας.

Δεν είναι μόνο οι πρωταγωνιστές της δημόσιας σφαίρας ή οι συγγραφείς βιογραφιών και απομνημονευμάτων, που έχουν κομβικό ρόλο σε αυτήν τη διαπραγμάτευση του μνημονικού τόπου, που αποτελεί ο Βενιζέλος. Ο Τριανταφύλλου ξεχωρίζει και επιμένει στον κρίσιμο ρόλο του Τύπου από τη σκοπιά των επικεφαλής των εκδοτικών εγχειρημάτων των ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδων και των στρατηγικών επιλογών τους.  Η ματιά του συγγραφέα και η σπουδή του ξαναφέρνει στο προσκήνιο τη σημασία του εφήμερου στη συγκρότηση του πολιτικού. Ο ημερήσιος και ο περιοδικός Τύπος, αντιμετωπίζονται από τον Τριανταφύλλου ως καίριοι παράγοντες τόσο στη μνημόνευση και τη διαμόρφωση του εθνικού και του πολιτικού που σημαίνει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πάντα σε μία διαρκή σχέση με το παρόν, όσο και στα παγιωμένα κατοπινά ιστορικά αφηγήματα.

Εκτός από τα πολιτικά υποκείμενα και τον Τύπο, τον ιστορικό απασχολούν οι τελετουργίες, τα μνημεία και οι τελετές, ως πηγές που συντελούν στην επαναδιαπραγμάτευση της μνήμης του Βενιζέλου. Δεν πρόκειται για κάτι μεθοδολογικά νεόκοπο, αλλά όπως τονίζει ο ιστορικός και αυτό το ρεπερτόριο μνημονεύσεων συνδράμει και στα ιστοριογραφικά αφηγήματα. Μία εκτενής καταγραφή των αγαλμάτων του Βενιζέλου σε όλη σχεδόν την επικράτεια, των επετειακών εκδηλώσεων που συνδέονται με τη μνήμη του, αναδεικνύουν ενδιαφέρουσες τροπικότητες σε σχέση με τη διεργασία της πάνδημης αποδοχής του. Φωτίζονται αναπάντεχες διακυμάνσεις, όπως η θεσμική δυσπραγία να τιμηθεί στην πρωτεύουσα της χώρας ο Βενιζέλος, συγκριτικά με άλλες περιοχές και ιδίως φυσικά με την Κρήτη, κατά την περίοδο αυτών των τριάντα ετών.

Ο συγγραφέας, λοιπόν, με τη σκευή του συνεπούς επαγγελματία ιστορικού, κάνει πολιτική ιστορία μιας περιόδου δυσπρόσιτης, όχι μόνο λόγω της πυκνότητας των εξελίξεων, αλλά κυρίως εξαιτίας του ισοπεδωτικού διχασμού του εμφυλίου. Τα κεντρικά του ερωτήματα, η συμβολοποίηση του Βενιζέλου, η αποτύπωσή της και η ερμηνεία της τόσο στο πολιτικό, όσο και στο εθνικό πεδίο και η ομογενοποίηση τελικά της μνήμης του, δεν περιχαρακώνουν την αφήγηση, αντιθέτως, ο Τριανταφύλλου κατορθώνει, μέσα από αυτά, να αναδείξει εκφάνσεις πολιτικών ταυτοτήτων, που στην πορεία συσκοτίστηκαν. Επισκέπτεται με ένα ενθουσιώδες ενδιαφέρον πρόσωπα, τόπους, κείμενα, μνημεία, οδούς, τελετές τη στιγμή που αναδείχθηκαν και τη στιγμή που αποκρύφθηκαν, πετυχαίνοντας να δώσει μία αποτύπωση όλης της μνημονευτικής διεργασίας κι όχι μόνο της κατοπινής αποκρυσταλλωμένης αφήγησης.

Ο συγγραφέας εμβαθύνει στις ίδιες τις πολιτικές ταυτότητες, τους πολιτικούς χώρους και τα κόμματα, έχοντας κατανοήσει την ανάγκη διαπραγμάτευσης του Βενιζέλου στο κάθε πολιτικό παρόν. Για τον Τριανταφύλλου αυτό το παρόν δεν είναι συμπαγές και μέσα από αυτή την εξαντλητική αναμόχλευση αναδεικνύει τα πολλά πολιτικά παρελθόντα, τα πολλά «πρόσωπα» του Βενιζέλου, που χρειάστηκε να γεννηθούν και να πεθάνουν, για να παγιωθεί το ένα, του «Εθνάρχη».