Τι άλλο μένει να καταθέσεις για το φαινόμενο «Στέλιος Καζαντζίδης» όταν πριν από 22 χρόνια έχεις ήδη εκδώσει το «Κι όσο υπάρχεις, θα υπάρχω» (Ατραπός); Με αυτό το δίλημμα ξεκίνησε ο Κώστας Μπαλαχούτης τη συγγραφή του νέου τόμου «Δεν με σβήνει κανένας» (εκδ. Ινφογνώμων) –το παραδέχεται και ο ίδιος στην εισαγωγή. Το ερώτημα ισχύει για οποιονδήποτε αναμετριέται με την έκταση της καζαντζιδικής επήρειας: από την ίδια την ακρόαση των τραγουδιών έως τη σχεδόν λατρευτική σχέση που έχουν αναπτύξει υπόγεια και εμφανή ρεύματα της ελληνικής κοινωνίας με τον λαϊκό τραγουδιστή. Δεν είναι τυχαίο ότι και σε αυτή την καταγραφή οι αξιολογήσεις για τη φωνή και το φαινόμενο προέρχονται από πάσης φύσεως «πηγές»: από τον Μητροπάνο, τον Νταλάρα και την Χαρούλα Αλεξίου έως τον Νίκο Παπάζογλου, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Νίκο Μαμαγκάκη κ.ά.
Τον Μπαλαχούτη τον καταδυναστεύει το επίμονο ερώτημα: «πώς ερμηνεύεται το φαινόμενο;». Ίσως στην αμηχανία να βρίσκεται η απάντηση. Προφανώς δεν θέλουν να ερμηνεύσουν όλοι τον Καζαντζίδη, ειδικά όσο οι νεότερες γενιές απομακρύνονται από το βίωμα των προηγούμενων. Προφανώς οι περισσότεροι –όσο αντιφατικές και αν είναι οι προσεγγίσεις τους- ομονοούν και δείχνουν συναίνεση μπροστά στις ερμηνευτικές ικανότητές του (βλέπε εδώ τη δήλωση του εκλιπόντος άρχοντος πρωτοψάλτη Χαρίλαου Ταλλιαδώρου, η οποία περιλαμβάνεται στον τόμο). Τι μένει, λοιπόν; Μένει μια βιωματική σχέση ή το προσωπικό ενδιαφέρον για τον λαϊκό πολιτισμό, που λειτουργούν σαν «κλειδιά» για το καζαντζιδικό σύμπαν, αλλά και για τη νεότερη μονογραφία του Μπαλαχούτη.

Ο συγγραφέας ξαναπιάνει το νήμα από την παιδική ηλικία του ερμηνευτή και φτάνει σε όλες τις κορυφές της πορείας του αφήνοντας να μιλήσουν οι συνεργάτες, οι «μεγάλοι» της εποχής, οι φίλοι, οι νεότεροι τραγουδιστές, αλλά και οι «λογιότεροι» που βίωσαν το φαινόμενο εν ζωή. Οι περίπου 685 σελίδες είναι παράλληλα ένα άνοιγμα στην εποχή του Καζαντζίδη. Στη μεταπολεμική Ελλάδα, την περίοδο της μετανάστευσης, τη χούντα (κατά τη διάρκεια της οποίας ο ερμηνευτής απέχει από οποιαδήποτε εμφάνιση), τη Μεταπολίτευση (το «Υπάρχω» είναι το απόλυτο άλμπουμ του 1975) και τις δεκαετίες 1990 – 2000, όταν ο ερμηνευτής θα μείνει εκτός του νέου οπτικοακουστικού τοπίου, χαμένος σε «ένα κατώι μυστικό».
Στο βιβλίο επιβεβαιώνεται η κυρίαρχη εικόνα: ο Καζαντζίδης τραγουδάει τον εαυτό του και ενσαρκώνει το ίδιο του το τραγούδι. Θα το εντοπίσει αρκετά νωρίς ο Διονύσης Σαββόπουλος, καθώς λειτουργεί και ως παλμογράφος των διαφορετικών γενεών στο ελληνικό τραγούδι: «Όταν ο Καζαντζίδης τραγουδάει τον πόνο του μετανάστη, παραδείγματος χάρη, μας κάνει να αισθανόμαστε ότι αυτός ο ίδιος είναι ο μετανάστης. Ή όταν τραγουδάει κάτι για τη μάνα ή για τη γυναίκα, νιώθουμε ότι τις φωνάζει πραγματικά. Μεταβάλλει αυτός ο άνθρωπος λίγο πολύ τραγούδια τυποποιημένα και συμβατικά σε έναν βαθιά προσωπικό ήχο… ».
Στην εκκίνησή του, πάντως, όταν ως ερμηνευτής πρέπει να ξεχωρίζει από τους άλλους ερμηνευτές και να ταυτίζεται με τους πολλούς, εμφανίζεται ως ο «κοινωνικά ομοούσιος με τους εργάτες» (Νέαρχος Γεωργιάδης, 1993). Γεννημένος στην προσφυγούπολη της Νέας Ιωνίας, βιώνει με αμεσότητα τις περιπέτειες της τάξης του σε μια πυκνή και ταραχώδη περίοδο, όταν το όνειρο της ανοικοδόμησης προφανώς δεν τους χωρούσε όλους.
Η «νομιμοποιητική» βάση του ήταν ακριβώς τα λαϊκά στρώματα των χαμηλών εισοδημάτων. Χωρίς αυτά δεν μπορεί να σταθεί η ιδιοπροσωπία και η μυθολογία του. Την ίδια στιγμή βέβαια χάνεται κανείς μέσα στις οριζόντιες διακλαδώσεις της δυναμικής της, όπως γράφαμε πρόσφατα (Books’ Journal, 27/2/2025). Όντως για τον κόσμο του ήταν ο ένας και μοναδικός απολαμβάνοντας μονίμως μια ασυλία, η οποία τον προστάτευε ακόμη και από την ψυχοπαθολογία του (ή ίσως ακριβώς επειδή θύμιζε σε πολλούς τη δική τους). Όπως κάθε θρησκεία, έτσι και η δική του ξεκίνησε ως αίρεση. Οι «πιστοί» ακολουθούσαν τον δρόμο της δικής του αλήθειας προσφεύγοντας στα κέντρα διασκέδασης για μια παραγγελία ακόμη ή σπάζοντας μπουκάλια στο κεφάλι (η μαρτυρία του Άκη Πάνου) ή θυμίζοντας τελετή μύησης.
Προκύπτει από πολλές μαρτυρίες μέσα στο βιβλίο ότι ως λαϊκός τραγουδιστής μπορούσε να φοράει διαφορετικά προσωπεία, ανάλογα με το «κοστούμι» της ερμηνείας. Τοποθετούσε τη φωνή του σε διαφορετικές περιοχές για να πετύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα της –εγκεφαλικής- εκφοράς του: γινόταν ανατολίτης, απρόσμενα δωρικός, έμπαινε ακόμη και με ροκ ανεβάσματα στον στίχο. Μια ξεχωριστή περίπτωση που την ίδια στιγμή ανήκει στη δισκογραφική «βιοτεχνία ονείρων» όσο η τελευταία ανακυκλώνει, μεταβολίζει και εκλαϊκεύει τις αντιλήψεις της μεταπολεμικής Ελλάδας. Εξού και η συχνά “ρομαντική”, μελοδραματική, απλουστευτική και αυτοθυματοποιητική διάσταση της φτωχολογιάς που περνάει μέσα από τα τραγούδια και τον ήχο του.
Σε κάθε περίπτωση, τραγουδούσε με μια αθεράπευτη ενοχή –ότι τον λατρεύουν άντρες και γυναίκες, ενώ εκείνος πρέπει απλώς να μεταφέρει τον πόνο τους. Και με μια διάθεση απόδρασης από τους κώδικες των υπολοίπων. Έγινε ίνδαλμα στα 28, αποχώρησε από την επικράτεια της νύχτας στα 35. Μονίμως μεγαλύτερος από τη ζωή του, εγκλωβισμένος στους αμανέδες των άλλων, ένας ρόλος πάνω και από την τραγουδιστική ερμηνεία. Ταύτισε το πρόσωπό του με τα χαραγμένα πρόσωπα της μεταπολεμικής Ελλάδας και τα ξαναβρήκε στην Ελλάδα της μετανάστευσης. Υπέγραφε τα αυτόγραφα των θαυμαστών σαν να έδινε αντίδωρο, επέλεξε μέχρι τέλους την περσόνα του αναβαίνοντος τον Γολγοθά. Περιέφερε το τραύμα του αδυνατώντας να βρει την τιμή της αγάπης. Ήταν ένας λαϊκός τραγουδιστής που άφησε να τον ξεπεράσει ο καιρός την ώρα που εκείνος υπερασπιζόταν προσωπικές χίμαιρες.