Τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. Αρχικά, ένα είδος χαράς, ένα αίσθημα ικανοποίησης. Δικαιολογημένο, πιστεύω, διότι το απάνθρωπο θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν είναι ένας μισητός αναχρονισμός· έπειτα, επειδή κανείς εχέφρων άνθρωπος, φαντάζομαι, δεν θέλει μια δεύτερη Βόρειο Κορέα στη Μέση Ανατολή, να απειλεί με πυρηνικά όπλα και να επιβάλλει τους όρους της. Αν συμμερίζεται κάποιος αυτούς τους δύο λόγους, τότε ένα αίσθημα ευφορίας δεν το αποφεύγεις, ιδίως όταν φαντάζεσαι τον τρόμο στο πρόσωπο του παλιόγερου που διοικεί το Ιράν και είναι τώρα υποχρεωμένος να τρέχει ή, μάλλον, να τον τρέχουν από λαγούμι σε λαγούμι. Αυτά τα συναισθήματα όμως κρατάνε για λίγα λεπτά. Μετά ξεκινά η ανησυχία για αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει.
Πώς θα αντιδράσει το Ιράν; Μέχρι χθες το βράδυ, η αντίδραση ήταν η συνηθισμένη: εκτόξευσε μερικούς από τους πυραύλους που του έχουν απομείνει εναντίον του Ισραήλ, κατέστρεψε κατοικίες και σκότωσε 86 άτομα. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι ολόκληρη η απάντησή του, είναι βέβαιο ότι θα επιδιώξει κάτι μεγαλύτερο και εντυπωσιακότερο, για το παγκόσμιο κοινό, κάτι κατά το δυνατόν αντίστοιχο του πλήγματος που υπέστη. Στο παρελθόν, δεν τόλμησε να το κάνει. Οταν, λ.χ., οι Αμερικανοί σκότωσαν τον στρατηγό Κασέμ Σουλεϊμάνι, στη Βαγδάτη το 2020, το Ιράν αντέδρασε με συμβολικά χτυπήματα σε αμερικανικές βάσεις στο Ιράκ, που προκάλεσαν τον τραυματισμό περίπου 100 Αμερικανών. Τώρα όμως είναι διαφορετικά, η αντιπαράθεση έχει ανεβεί πολλά επίπεδα. Το καθεστώς λοιπόν οφείλει να ανταποδώσει με κάτι αναλόγως εντυπωσιακό για τα μέτρα του. Αν όχι για οποιονδήποτε άλλο λόγο, επειδή η επίδειξη ισχύος είναι απαραίτητη για να διατηρήσει τον έλεγχο στο εσωτερικό της χώρας.
Οι δυνατότητες του Ιράν είναι περιορισμένες, καθώς ποτέ άλλοτε δεν ήταν ασθενέστερο, με τους αντιπροσώπους του στην περιοχή να έχουν πρακτικά εξουδετερωθεί – η Χεζμπολάχ, αν δεν κάνω λάθος, ανακοίνωσε κιόλας ότι δεν ανακατεύεται. Διαθέτει όμως αρκετές εκατοντάδες πυραύλους το Ιράν (κανείς δεν ξέρει πόσους – οι Ισραηλινοί τους υπολογίζουν περί τους 1.000), με τους οποίους μπορεί να πλήξει τους γείτονές του στα τυφλά, αν ο παλιόγερος τρελαθεί τελείως. Επειτα, έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει κυβερνοεπιθέσεις στα ηλεκτρονικά συστήματα άλλων χωρών, καθώς επίσης τη δυνατότητα να εξαπολύσει τις κλασικές τρομοκρατικές επιθέσεις με βομβιστές αυτοκτονίας. Το μεγαλύτερο όπλο, όμως, που έχει στα χέρια του είναι η τρομοκρατική δράση σε διεθνή ύδατα, μέσω της δυνατότητάς του να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ, από τα οποία περνά το 30% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου. Αυτό θα ήταν καταστροφή για όλους μας, διότι θα διπλασίαζε την τιμή του βαρελιού και μεσοπρόθεσμα θα προκαλούσε ελλείψεις της τάξεως του 15%-20% στην παγκόσμια αγορά ενέργειας. Αυτό θα σήμαινε πολύ απλά ότι η παγκόσμια οικονομία θα μπει σε φάση ύφεσης, με αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση των δημοκρατικών καθεστώτων της Δύσης.
Για εμάς στην Ελλάδα, σημειωτέον, θα είχε και μία επιπλέον συνέπεια, διότι οι πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή θα επιδράσουν αρνητικά στην οικονομία των κρατιδίων του Κόλπου (ΗΑΕ, Μπαχρέιν κ.λπ.) και κυρίως στον τουρισμό τους. Αυτό θα επέφερε δεινό πλήγμα στις ελληνίδες ινφλουένσερ, που διαπρέπουν στον ταχέως αναπτυσσόμενο τομέα παροχής υπηρεσιών στο Ντουμπάι… Ας σοβαρευτώ, όμως, μετά το σύντομο διάλειμμα για μια ανάσα σαχλότητας και να επιστρέψω στο θέμα μου. Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πολλά, το βασικό όμως, γιατί από την απάντηση σε αυτό θα εξαρτηθεί η εξέλιξη του πολέμου, αφορά τη στρατηγική των ΗΠΑ. Υπάρχει στρατηγική; Πώς ορίζουν, δηλαδή, τον στόχο του πολέμου και τι σημαίνει γι’ αυτούς «νίκη»; Ή μήπως όλο αυτό γίνεται επειδή ο πρόεδρος Τραμπ δεν αντέχει να μην είναι το κέντρο του ενδιαφέροντος της υφηλίου; Το ερώτημα είναι βάσιμο και η υποψία ότι οι Ισραηλινοί τον έσυραν από τη μύτη δικαιολογημένη.
Μάλλον βέβαιο, πάντως, είναι ότι δεν έχει να ανησυχεί ιδιαιτέρως για τις αντιδράσεις στο εσωτερικό, παρότι το ρεύμα του απομονωτισμού είναι ισχυρό στις τάξεις του MAGA. Ομως, η επίδειξη της αμερικανικής ισχύος αφενός και, αφετέρου, ο κίνδυνος της ανταπόδοσης από το Ιράν λειτουργούν συσπειρωτικά. Οι χρήσιμοι ηλίθιοι της Ρωσίας και του Κατάρ, όπως ο δημοσιογράφος Τάκερ Κάρλσον, επί του παρόντος τουλάχιστον είναι απομονωμένοι. Δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε στις ΗΠΑ την προηγουμένη της αμερικανικής επίθεσης στο Ιράν δείχνει ότι, στους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους, μόλις ένα 9% είναι υπέρ της αμερικανικής συμμετοχής στον πόλεμο, 67% είναι κατά και 24% δεν έχουν γνώμη. Στους Ρεπουμπλικανούς ψηφοφόρους, αντιστρόφως, το 47% είναι υπέρ, το 29% εναντίον και το 24% δεν έχει γνώμη. Εν ολίγοις, οι κλασικοί Ρεπουμπλικανοί είναι μαζί του.