Τόσο την παράμετρο «Λιβύη» όσο και τον παράγοντα «Τουρκία» έβαλε η Αθήνα (ευθέως την πρώτη, εμμέσως τον δεύτερο) στο τραπέζι των «27» στις Βρυξέλλες, ρίχνοντας βάρος στο άκυρο τουρκολιβυκό μνημόνιο αλλά και στη συνεργασία τρίτων χωρών με την ΕΕ για τη νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας – με τον κανονισμό Safe και το Rearm Europe, όπου η Αγκυρα αναζητεί την είσοδό της. Υστερα από παρασκηνιακές επαφές και αιτήματα της ελληνικής πλευράς, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατέληξε σε διπλό μήνυμα μέσα από το κείμενο Συμπερασμάτων: αφενός το μνημόνιο συνεννόησης Τουρκίας – Λιβύης για την οριοθέτηση θαλάσσιων περιοχών στη Μεσόγειο «παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών, δεν συνάδει με το Δίκαιο της Θάλασσας και δεν μπορεί να παράγει έννομες συνέπειες για τρίτα κράτη», αφετέρου γίνεται αναφορά για τη συνεργασία της ΕΕ με «ομονοούσες χώρες» οι οποίες «συμμερίζονται τους στόχους μας στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας».

Στην παρέμβασή του για την άμυνα και την ασφάλεια της Ευρώπης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε αναφορά, περίπου χτυπώντας προειδοποιητικό καμπανάκι, σε τρίτες χώρες που δεν ευθυγραμμίζονται με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας της ΕΕ – χωρίς να κατονομάσει, αλλά προφανώς φωτογραφίζοντας την Τουρκία. Κατά πληροφορίες, επισήμανε ότι η Ευρώπη οφείλει να λάβει υπόψη τα στρατηγικά συμφέροντά της. Να μην αντιμετωπιστούν τέτοιες συνεργασίες, όπως είπε σύμφωνα με συνεργάτες, ως «business as usual» ή ως επιχειρηματική συναλλαγή. Και επέμεινε στην ανάγκη – πέραν της ρήτρας διαφυγής – να υπάρξει κοινό χρηματοδοτικό εργαλείο για πρότζεκτ κοινού ενδιαφέροντος – θέμα στο οποίο προκύπτουν ακόμη ενστάσεις.

Στη Λιβύη «τέμνονται προτεραιότητες εξωτερικής πολιτικής και μεταναστευτικής πολιτικής όλης της ΕΕ», είπε ο Πρωθυπουργός προσερχόμενος στη σύνοδο, προαναγγέλλοντας ότι θα ζητήσει από τους ομολόγους του να «καταστεί σαφές» και στην Τουρκία και στη Λιβύη σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία ότι «το παράνομο μνημόνιο του 2019 δεν έχει ουσιαστικά καμία πρακτική και νομική αξία».

Ηδη ο Γιώργος Γεραπετρίτης είχε αφήσει με δημόσιες δηλώσεις του όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά για το πώς θα μπορούσε να αντιδράσει η Αθήνα σε περίπτωση που τουρκικά ή λιβυκά πλοία παραβιάσουν το προσεχές διάστημα την ελληνοαιγυπτιακή ΑΟΖ στη βάση του ανυπόστατου τουρκολιβυκού. Στον απόηχο της συμφωνίας των κρατικών πετρελαϊκών εταιρειών Τουρκίας και Λιβύης για σεισμικές έρευνες σε τέσσερα θαλάσσια οικόπεδα (οριοθετημένα – εκ πρώτης όψεως – νοτίως της μέσης γραμμής), ο έλληνας ΥΠΕΞ ξεκαθάρισε πως «υπάρχουν σενάρια για όλες τις περιπτώσεις».

«Απολύτως προετοιμασμένοι»

Επιπλέον – και όχι τυχαία – αναφέρθηκε στον κυβερνητικό σχεδιασμό που περνά μέσα από τις αποφάσεις του ΚΥΣΕΑ: «Αυτή τη στιγμή είμαστε απολύτως προετοιμασμένοι» είπε (Παραπολιτικά 90,1) ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας, εκπέμποντας μηνύματα προς Αγκυρα, Τρίπολη και Βεγγάζη αλλά και προς το εσωτερικό, σε αντιπολιτευτικά μέτωπα που ασκούν κριτική στην εξωτερική πολιτική. Με δεδομένη την επιστροφή του τουρκικού ερευνητικού σκάφους «Ορούτς Ρέις» στη Μεσόγειο από τις 28 Ιουνίου και έπειτα στα ανοιχτά της Λιβύης, ο Γεραπετρίτης δεν μπόρεσε να αποκλείσει τίποτα. «Δεν μπορείς πλέον με κανέναν τρόπο στην εξωτερική πολιτική να κάνεις ασκήσεις προβλεψιμότητας, κάνεις ασκήσεις ετοιμότητας» ανέφερε, υπογραμμίζοντας εμφατικά πως «είμαστε έτοιμοι για όλα τα σενάρια».

Ηδη ο Πρωθυπουργός ενημέρωσε για την αποστολή δύο πλοίων του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού (συν ενός υποστηρικτικού) έξω από τα χωρικά ύδατα της Λιβύης για τις μεταναστευτικές ροές. Και αυτά βεβαίως, στο πλαίσιο υποψίας πρόκλησης «θερμού επεισοδίου» στη θαλάσσια ζώνη της ελληνοαιγυπτιακής ΑΟΖ από τουρκικά ή λιβυκά πλοία, θα μπορούσαν αυτόματα να δράσουν αποτρεπτικά. Μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ο έλληνας ΥΠΕΞ εμφανίστηκε κατηγορηματικός: «Δεν θα επιτραπεί να συμβεί, σας το λέω κατηγορηματικά, υπάρχουν οι διαδικασίες, υπάρχουν τα φόρα εκείνα, τα οποία θα σταματήσουν την οποιαδήποτε δράση ενάντια στο Διεθνές Δίκαιο», το οποίο, όπως διεμήνυσε, είναι «πάνω από μνημόνια και συμφωνίες». Και απηύθυνε προειδοποιήσεις πως τα όπλα που διαθέτει η Ελλάδα «θα ενεργοποιηθούν στον χρόνο και με τον τρόπο που πρέπει».