Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ έχει ιδιαιτερότητα σε σχέση με άλλα σκάνδαλα που έχουν ταλανίσει τον δημόσιο βίο. Οσα φέρεται ότι βρίσκονται στη δικογραφία αποκαλύπτουν μαζική έκταση, δείχνουν εμπλοκή πλήθους δευτεραγωνιστών και αποπνέουν αίσθηση κοινοτοπίας στη διαφθορά, σαν να μη συμβαίνει τίποτε αξιόμεμπτο, ούτε καν αξιόλογο.

Παράλληλα, ακριβώς εξαιτίας της μαζικότητας, ενοχλεί εξίσου πολλούς, που είναι νομοταγείς.

Σε πιο κυνικό επίπεδο, ακόμη και εκείνους που θα ήθελαν, αλλά δεν είχαν ευκαιρία να συμμετάσχουν. Ετσι, αν άλλες υποθέσεις ολίγους συγκίνησαν (οι υποκλοπές π.χ. ευαισθητοποίησαν κυρίως είκοσι συνταγματολόγους), εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Και επομένως είναι δύσκολο να προβλεφθεί ο δημόσιος αντίκτυπος.

Βεβαίως, η μαζικότητα και η κοινοτοπία δεν πρέπει να αποσπούν την προσοχή μας από δύο θλιβερές διαπιστώσεις.

Η πρώτη είναι η ατροφία των εγχώριων θεσμών ελέγχου. Το γεγονός ότι το πρόβλημα είναι διαχρονικό όχι μόνο δεν παρέχει δικαιολογία, αλλά αντίθετα προκαλεί μελαγχολία, πρωτίστως για τα θεσμικά μας αντανακλαστικά. Μία χώρα που περιμένει την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να τις αποκαλύψει τα σκάνδαλά της δεν έχει προοπτική αυτοβελτίωσης.

Η δεύτερη διαπίστωση είναι ο καιροσκοπικός και παρασιτικός χαρακτήρας στην οικονομική δραστηριότητα, με τις ευλογίες του κράτους. Σε αντίθεση με το ιδιωτικό χρήμα, που ο καταναλωτής αξιολογεί τι πληρώνει, στο δημόσιο χρήμα απαιτείται διαφάνεια και διασφάλιση ότι υπάρχει ανάγκη να δοθεί. Η διαπίστωση ότι το δημόσιο χρήμα χρησιμοποιείται σε εκτεταμένα συστήματα κρατικής πατρωνίας προκαλεί μια ιδιαίτερη αμηχανία, ιδίως όταν παράλληλα επισημαίνεται η ανάγκη φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων.

Δίπλα σε όλα αυτά, επανέρχεται η συζήτηση περί κινδύνου ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής.

Συμφωνούμε ότι ο εισαγγελέας, εθνικός ή Ευρωπαίος, δεν είναι η λύση στα προβλήματα διακυβέρνησης της χώρας. Ωστόσο δεν είναι εδώ αυτό το πρόβλημα. Το σημερινό σύστημα ευθύνης υπουργών είναι ιδιαίτερα προστατευτικό για την εκάστοτε πλειοψηφία.

Και πάντως δεν είναι ούτε επιθυμητό, ούτε εφικτό, τέτοια ζητήματα να υποβαθμίζονται. Από την άλλη πλευρά, το σύστημα υπέρμετρης συγκέντρωσης της εξουσίας δεν έχει δώσει διέξοδο στις παθογένειες. Καθιστά ατροφικούς τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, ενθαρρύνοντας την αυθαιρεσία.

Αποκοιμίζει την εξουσία, ακόμη και όταν αυτή είναι καλοπροαίρετη.

Eν τέλει, όχι μόνο δεν δίδει καθαρές λύσεις, όπως διατείνονται οι οπαδοί του, αλλά αναπαράγει κοινότοπες πρακτικές. Το πρόβλημα είναι οι παλαιοί ασκοί, κλειστές και αδιαφανείς δομές στην εξουσία και την κοινωνία. Ακόμη και αν τυχόν υπάρξουν νέες λύσεις, ο οίνος εκχέεται και οι ασκοί φθείρονται.

Ο Νίκος Παπασπύρου είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ