Δεν περνά εβδομάδα χωρίς τη δημοσίευση μίας ή και περισσότερων δημοσκοπήσεων. Η συχνότητά τους έχει γίνει τέτοια ώστε εύλογα μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι δίπλα στην κοινοβουλευτική ή την προεδρευόμενη δημοκρατία έχει παγιωθεί – άτυπα αλλά ουσιαστικά – μια ακόμη μορφή πολιτικής έκφρασης: η «δημοσκοπική δημοκρατία».
Τα μέσα ενημέρωσης μας βομβαρδίζουν καθημερινά με αποτελέσματα ερευνών κοινής γνώμης ή και αυτοματοποιημένων «δημοσκοπήσεων», χωρίς όμως να ακολουθεί αντίστοιχος δημόσιος διάλογος, ιδίως για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών των μετρήσεων, τη «σιωπηλή» πλευρά που έχει ίσως μεγαλύτερη αξία από την ίδια την πρόθεση ψήφου. Οι περισσότεροι μένουν στο επιφανειακό – σε αυτό που «πουλάει»: την πρόθεση ψήφου που ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις και πολιτικούς ηγέτες ανάλογα με τη συγκυρία. Και όλοι ξεχνούν ότι τελικά, όπως λένε, «ταμείο» κάνει ο λαός, στην κάλπη της πραγματικής δημοκρατίας.
Το ερώτημα που προκύπτει παραμένει επίκαιρο: λένε πάντα την αλήθεια οι δημοσκοπήσεις; Η απάντηση είναι πως ναι – με μια σημαντική προϋπόθεση: να τις διαβάζουμε ολόκληρες, διαχρονικά και προσεκτικά. Στην πράξη, αποτελούν ενδείξεις συγκεκριμένων χρονικών περιόδων και χωρίς τα παραμορφωτικά φίλτρα των προσωπικών ή κομματικών συμφερόντων.
Κάποιοι όμως αντιτείνουν ότι, ειδικά τα τελευταία χρόνια, οι δημοσκοπήσεις «δεν πέφτουν μέσα». Από το υποτιθέμενο Grexit στο πραγματικό Brexit και από τις ελληνικές εκλογές μέχρι διεθνείς αναμετρήσεις, οι έρευνες κοινής γνώμης αποτυγχάνουν όχι μόνο να προβλέψουν με ακρίβεια τα ποσοστά, αλλά μερικές φορές και τα ίδια τα αποτελέσματα.
Για τους κοινωνικούς επιστήμονες, το πρόβλημα εντοπίζεται στον τρόπο διεξαγωγής. Λόγω κόστους (κι όχι μόνο), οι δημοσκόποι έχουν εγκαταλείψει τις διά ζώσης συνεντεύξεις, επιλέγοντας τηλεφωνικές ή – ακόμα πιο συχνά και σε μόνιμη βάση πλέον – διαδικτυακές μεθόδους. Αυτό έχει σημαντικές συνέπειες, ιδιαίτερα όταν τίθενται ευαίσθητα κοινωνικά ή πολιτικά ζητήματα, και κυρίως σε περιόδους πόλωσης. Οι ερωτώμενοι, είτε μέσω Διαδικτύου ή ακόμη και περισσότερο τηλεφωνικά, είναι επιφυλακτικοί να εκφράσουν ανοικτά τις πολιτικές τους προτιμήσεις.
Ενδεικτική είναι η μεγάλη μελέτη που διεξήγαγε το Pew Research Center στις ΗΠΑ πριν από λίγα χρόνια. Συγκρίνοντας αποτελέσματα μεταξύ τηλεφωνικών και διαδικτυακών ερευνών, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η μέθοδος συλλογής δεδομένων επηρεάζει σημαντικά τις απαντήσεις, με μέση διακύμανση της τάξεως των 5,5 ποσοστιαίων μονάδων. Και, δυστυχώς, οι αποκλίσεις αυτές δεν μειώνονται – αντιθέτως, αυξάνονται.
Ο γάλλος κοινωνιολόγος Πιερ Μπουρντιέ είχε σχολιάσει κάποτε πως η «κοινή γνώμη δεν υπάρχει». Παρότι η άποψή του παραμένει «αιρετική», οι δημοσκοπήσεις έχουν καταστεί αναγκαίο και αναπόσπαστο εργαλείο της πολιτικής ανάλυσης και επικοινωνίας. Ο κίνδυνος, ωστόσο, ελλοχεύει όταν ερμηνεύονται πρόχειρα, αβασάνιστα ή με ιδιοτέλεια ή και με υπερβολική σιγουριά. Τότε χάνουν την αξία τους και μετατρέπονται σε εργαλείο παραπληροφόρησης αντί ανάλυσης.
Ο πολιτικός ή ο πολίτης που γνωρίζει πώς να «διαβάζει» σωστά τις δημοσκοπήσεις μπορεί να αντλήσει πολύτιμες πληροφορίες. Το κρίσιμο στοιχείο είναι η «παράσταση νίκης», το κλίμα δηλαδή που αποτυπώνεται στη συγκυρία της μέτρησης. Αυτό πολλές φορές λέει περισσότερα από τα ίδια τα ποσοστά.
Οι σφυγμομετρήσεις, παρότι άλλοτε λατρεύονται σαν «πλάκες του Μωυσή» κι άλλοτε απορρίπτονται σαν «καιόμενη βάτος» – ανάλογα με το ποιος τις διαβάζει – δεν είναι ούτε ιερά βιβλία ούτε θέσφατα. Αλλά δεν μπορούν και να αγνοηθούν. Γιατί, όπως εύστοχα λέγεται, οι λεπτομέρειες των δημοσκοπήσεων έχουν πολλές αλήθειες να πουν. Ο έξυπνος ηγέτης τις μελετά, κάνει διορθωτικές κινήσεις και χαράσσει στρατηγική. Διαφορετικά, κινδυνεύει να γίνει θύμα τους.
Η «δημοκρατία των δημοσκοπήσεων», όσο κι αν μας προβληματίζει, έχει πλέον εγκατασταθεί στον δημόσιο βίο. Το στοίχημα είναι να τη διαχειριστούμε με επίγνωση, σύνεση και σεβασμό στα όρια της επιστήμης, ώστε να μη μετατραπεί από εργαλείο ανάλυσης σε προφητεία που αυτοεκπληρώνεται. Ο δε πολιτικός χρόνος δεν περιμένει κανέναν.
Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών